ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΧΡΥΣΑΦΙ


ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΧΡΥΣΑΦΙ


Τὸ χτίσιμο  τῆς Ἁγίας  Σοφίας εἶχε φτάσει ὡς τὸ σημεῖο' ποὺ θὰ γύριζαν τὸ μεγάλο τροῦλο. Τὸ βασιλικὸ'ταμεῖο ὅμως εἶχε πιὰ ἀδειάσει ἀπὸ τοὺς θησαυρούς του. Κι ὁ ᾽Ιουστινιανός' πολὺ στενοχωρημένος' στεκόταν πάνω σὲ μιὰ σκαλωσιὰ καὶ σκεφτόταν'  πῶς νὰ ἐξοικονομήση κι ἄλλα πολλὰ χρήματα ποὺ χρειαζόταν ἡ ἐκκλησία'  γιὰ νὰ τελειώση.
᾽Εκεῖ  τοῦ παρουσιάστηκε  ἔξαφνα ἕνας λευκοφορεμένος καὶ μὲ φωτεινὸ πρόσωπο ἄρχοντας καὶ τὸν ρώτησε:
- Γιατὶ εἶσαι λυπημένος' Δέσποτά μου;
- Μοῦ ἔχουν τελειώσει τὰ χρήματα καὶ δὲν ἔχω νὰ πληρώσω  τοὺς μαστόρους σήμερα' ποὺ εἶναι Σάββατο' ἀπάντησε ὁ αὐτοκράτορας.
Καὶ  παρατηροῦσε μὲ  ἀπορία τὸν ἄρχοντα' γιατὶ  πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπε.
Μη  λυπᾶσαι  γι’ αὐτό' Δέσποτα.  Αὔριο τὸ πρωὶ  στεῖλε μου μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες μὲ  πενήντα  ὑπηρέτες καὶ εἴκοσι μουλάρια' γιὰ νὰ σὲ δανείσω ὅσο χρυσάφι χρειάζεσαι.
᾽Εγὼ θὰ τοὺς περιμένω στὴ Χρυσὴ Πόρτα.
Τόση ἦταν ἡ χαρὰ τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ γιὰ τὴν ἀνέλπιστη προσφορὰ τοῦ ἄρχοντα' ποὺ τὰ ἔχασε κι οὔτε τ’ ὄνομά του ρώτησε νὰ μάθη οὔτε τὸν τόπο του.
Κι ἐκεῖνος ξαφνικὰ ἐξαφανίστηκε' ὅπως εἶχε ξαφνικὰ παρουσιαστῆ.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ τέσσερεις ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἄρχοντες μὲ πενήντα ὑπηρέτες καὶ εἴκοσι μουλάρια ἔφτασαν στὴ Χρυσὴ Πόρτα' ὅπου τοὺς περίμενε λευκοφορεμένος καὶ καβάλα σὲ κόκκινο ἄλογο ὁ ἄγνωστος ἄρχοντας. Κι ἀπὸ κεῖ τοὺς ὁδήγησε σ’ ἕναν τόπο' ὅπου ἀντίκρισαν καταμαγεμένοι ἕνα τόσο ὡραῖο καὶ πλούσιο παλάτι' ποὺ ποτέ τους δὲν εἶχαν ξαναδεῖ. Κι  ὅταν τοὺς ὁδήγησε  στὸ ἐσωτερικὸ  καὶ  μ’ ἕνα χρυσὸ κλειδὶ ἄνοιξε τὸ θησαυροφυλάκιό του ἔμειναν ἄφωνοι.
῏Ηταν ἕνα μεγάλο δωμάτιο γεμάτο χρυσὰ νομίσματα.
Τοὺς γέμισε λοιπὸν σαράντα σακίδια  χρυσάφι καὶ τοὺς ἔστειλε πίσω στὸν ᾽Ιουστινιανό' δίνοντάς τους τὴν ἑξῆς παραγγελία:  «Νὰ  πῆτε  στὸν  αὐτοκράτορα νὰ  χτίση   τὴν Ἁγία  Σοφία τοῦ Θεοῦ».
Ὅταν ὁ ᾽Ιουστινιανὸς εἶδε τὸν ἀμύθητο πλοῦτο' θαύμασε καὶ ρώτησε τοὺς ἄρχοντες σὲ ποιὸ τόπο πῆγαν κι ἂν ἔμαθαν ποιὸς ἦταν  ἐκεῖνος ὁ ἄρχοντας. Οἱ ἄρχοντες τοῦ εἶπαν τὸν τόπο' δὲν ἤξεραν ὅμως τὸ ὄνομα τοῦ δανειστῆ.
«Ἀσφαλῶς θὰ ἔρθη νὰ μοῦ ζητήση κάποιο μεγάλο ἀξίωμα γι’ ἀνταμοιβή»' σκέφτηκε ὁ αὐτοκράτορας.
Ἀλλὰ ὁ ἄγνωστος ἄρχοντας δὲν παρουσιάστηκε πιά. Καὶ ὁ ᾽Ιουστινιανὸς ἔστειλε τοὺς ἴδιους' ποὺ ἔφεραν τὸ χρυσάφι' νὰ φέρουν καὶ τὸν ἄρχοντα. Μὰ οὔτε παλάτι  οὔτε σπίτι οὔτε δρόμο πατημένο βρῆκαν στὸν ἴδιο τόπο.
῎Ενιωσε πιὰ τὴν ἀλήθεια ὁ αὐτοκράτορας καὶ εὐχαρίστησε μὲ  μεγάλη  εὐλάβεια τὸ Θεό. «Τώρα γνώρισα ὅτι ἔστειλες' Θεέ μου' τὸν Ἄγγελό  Σου καὶ μοῦ ἔφερε τὴ μεγάλη  δωρεά Σου' γιὰ νὰ χτίσω  τὴν ἐκκλησία  Σου. Εὐλογημένο νὰ εἶναι τὸ Ἅγιο ῎Ονομά Σου».

Γεώργιος Ν. Καλαματιανὸς

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »