Το σπίτι των παιδιών



Το σπίτι των παιδιών 
 
Θάπρεπε ο ήλιος να μην αποτρέψει το πρόσωπο του απ’ τη μοίρα μου’ να δείξει ευσπλαχνία η γης προς τις ρίζες μου και ο βίαιος άνεμος επιείκεια. Ήμουν το δέντρο ενός άλλου ουρανού που μεταφυτεύτηκε. Αν θα επιζούσα, σε λίγο, θα φαινόταν στα μάτια μου. Τα δάκρυα θα ήταν τα νέα μου φύλλα.
Έτσι βρέθηκα εδώ σε τούτο τον τόπο. Έτσι βρέθηκα ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά που κάθησαν πάνω στα γόνατα μου όπως πάνω σε δυό βράχους απ’ την πατρίδα τους, που δεν είχαν. Με τίμησαν καταθέτοντας στην ψυχή μου τη λύπη τους κ’ εγώ τους μοίρασα ένα χαμόγελο κομμένο απ’ το δέντρο της υπομονής, που είχα μέσα μου.
Μου πρόσφεραν την καρέκλα τους και μούκαναν ησυχία να καθήσω και να σκεφτώ αν έχω άλλο μέσον, αν χρειαζόμουν ακόμη πάνω στη γη κι αν δικαιούμαι όταν χτυπώ να μου ανοίγουν μια πόρτα. Του πόνου το πρόσωπο είναι ένα πρόσωπο κοινό στον πλανήτη μας’ δεν έχει έθνος. Ο Κώστας, ο Νίκος, ο Σπύρος, η Ειρήνη που η πρόωρη σκέψη της ανακάτευε την ψυχή όπως ο άνεμος το χορτάρι, τα χεράκια της Ευπραξίας που συμβολίζαν την έρημο κ’ η ευαισθησία της έμοιαζε με λιωμένο κερί,
ήταν όλα μαζί ένα «Κύριε ελέησον» στην ατέρμονη λιτανεία της γης. Πηγαινόρχονταν γύρω μου σαν μικροί σκαραβαίοι’ σκαλώναν στο στήθος μου κι από κεί, σαν φωτάκια κινούμενα, τα ματάκια τους φέγγαν αυτόν τον πολύπαθο βράχο των κυμάτων και της ηδονής – το τρύπες γεμάτο, σκαμμένο μου μέτωπο. Ανεβαίναν δυό – δυό Και μούστρωναν το κρεβάτι μου κι όταν φεύγαν, σαν νάφηναν εκεί τα χεράκια τους, ένιωθα ν’ αναπνέει το μαξιλάρι μου’ ζεστό σαν ψυχή με δίπλωνε το σεντόνι μου. Κι ακόμη, σα ν’ άφηναν κοντά μου τ’ αυτάκια τους, θαρρούσα πως άκουγαν την καρδιά μου, που ξόφλαγε δίχως σκοπό, δίχως έργο, το χρόνο μου.
Αν με αξίωσε η τύχη να γνωρίσω καλές στιγμές στη ζωή μου, γιατί όλα μπορεί να γινήκαν και να μη το θυμάμαι, αυτή μου τη μοίρα θα πρέπει να την βάλω ξεχωριστά, όπως βάζει ένα πράγμα κανείς
που γι’ αυτό δεν υπάρχει ανταπόδοση. Γιατί αυτό που χρωστώ
είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου. Κι αν είναι μια θεία
λειτουργία η ποίηση κ’ οι στίχοι της είναι το αντίδωρο
που μοιράζει κανείς στον κόσμο, θα πρέπει
νάναι οι στίχοι μου κάτι κοντά προς τα κρίνα
και κοντά προς το φως, να ταιριάζουνε,
στην περίπτωση. Νάναι αντλημένοι από την πηγή
της αγνότητας την απόρρητη, που όμως, φοβάμαι,
μπορεί και να μην υπάρχει πια μέσα μου.
Ο πόλεμος έκαιγε γύρω μου σε όλη μου τη ζωή
και μπορεί να ξεράθηκαν οι πηγές στις οποίες
πιστεύω’ και τώρα, μπορει να μην το γνωρίζω,
να μεταφέρω την έρημο μέσα στο στήθος μου
και να μην το γνωρίζω. Αλλά η ώρα
Τ’ αποχαιρετισμού πλησιάζει, αφού στον κόσμο αυτόν
Ο χωρισμός είναι μοίρα. Προσπαθώ νάμαι έτοιμος
μαζί με τη στάχτη μπορεί κάτι νάμεινε μέσα μου.
Νάχω τουλάχιστο πάνω στο πρόσωπο λίγο φως περισσότερο,
γιατί εκείνη την ώρα που θα βγαίνω απ’ την πόρτα,
τα παιδιά θα φορέσουν την καλή τους ψυχή,
τη στολή της ανοίξεως που είναι μέσα στον άνθρωπο’
νάχω στα χέρια την έκφραση της αγάπης τουλάχιστο,
αυτού του ιερού, αυτού του αόρατου ψωμιού και νερού,
αυτού του αναντικατάστατου τίποτα.

Σα μια δέσμη απ’ αχτίδες ήλιου τα χέρια τους

θ’ απλωθούν προς εμένα όλα μαζί

και θάναι την ώρα αυτή σα να βλέπω

τον τελευταίο ωραίο ήλιο του βίου μου. Και μετά,
το δισάκι, ο δρόμος, το όνειρο. Και το ίδιο αυτό βράδυ  να μ’ ακλουθεί τουλάχιστο ένα ποταμάκι 
που ένα πιάτο θα λείπει απ’ το δείπνο, τα παιδιά θα σταθούν  ή μιάν αλέα από ανθισμένα δέντρα 
στις θέσεις τους όρθια. Ο Τέλης θα ειπεί  ή μια σειρά παιδιών από το Πεσταλότσι. 
το «Θεέ μου, ευλόγησε το φαγητό που θα φάμε 
σήμερον» κ’ ευθύς θα καθήσουν. Τα κουτάλια θα μείνουν, 
για λίγο, μετέωρα πάνω απ’ τη σούπα, ενώ 
εγώ θα βαδίζω. Μπορεί να περνώ τα σύνορα κιόλας. 
Θα βαδίζω και θα εύχομαι: Ας ήταν, αυτά τα παιδιά 
να γίνουνε τα φτερά στη νίκη της Σαμοθράκης, 
σε μια νίκη που θάναι ολόκληρης της ζωής και που φεύγοντας 
θα διατρέξει τη γης χωρίς χάρτη στα χέρια της. 

Νικηφόρος Βρετάκος







Share this

Related Posts

Previous
Next Post »