ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ


ΠΡΟΣΕΥΧΗ  ΣΤΗΝ  ΠΑΝΑΓΙΑ


Γλυκὸ τοῦ κόσμου στήριγμα'  καλή μου Παναγία' ποὺ ἀκοῦς τὴ δέηση τῶν παιδιῶν'  ἀθάνατη  Μαρία' ἄκου καὶ μᾶς' ποὺ ὑψώνομε σ’ ᾽Εσὲ τὴν προσευχή μας'
ποὺ ἀπ’ τὴν πιστὴ  ψυχή μας βγαίνει γιὰ Σὲ θερμή.

῎Εχε' Κυρά' στὴ σκέπη Σου τὴν πικραμένη χήρα' στὸν πεινασμένο ἄνοιξε' Σύ' σπλαχνικὰ τὴ θύρα' δῶσε τοῦ σκλάβου' Δέσποινα' ἐλεύθερη πατρίδα'
τοῦ ναύτη τὴν ἐλπίδα' ποὺ πλέει στὴν ξενιτιὰ.

Εὐλόγησε τὰ ὀνείρατα τοῦ βρέφους ποὺ κοιμᾶται. Ὁδήγησε τὰ βήματα τῆς κόρης ποὺ φοβᾶται.
Στεῖλε  δροσιὰ κι ἀνάπαυση στοῦ ἄρρωστου τὸ κλινάρι' ἔχε στὴ θεία Σου χάρη
τὰ μαῦρα τὰ φτωχά.
Τὴ μάνα παρηγόρησε' πού ᾽χει παιδὶ στὰ ξένα'
καὶ χύσε μιὰν ἀκτίνα Σου γιὰ τὸν τυφλό' Παρθένα. Κράτα τὸ γάλα ἀμίαντο τοῦ βρέφους' ποὺ βυζαίνει'
στρέψε στὴγ οἰκουμένη τὸ βλέμμα σπλαχνικό.

Εὐλόγησε τὰ δᾴκρυα' καλή μας Παναγία'
ὁποὺ μὲ πάθος χύνονται μπροστὰ στή δυστυχία. Συγχώρεσε καὶ φώτισε κι ἐκεῖνον' ποὺ πλανήθη'
καὶ χύσε του στὰ στήθη τὴν πίστη  τὴ γλυκιά.

Βόηθα καὶ τὴν ῾Ελλάδα μας' τὴν ὄμορφη Πατρίδα' πάλι στὸν κόσμο δεῖξε την μὲ σκῆπτρο καὶ χλαμύδα. Κάμε νὰ σφίξη ἐλεύθερα μὲς στὴ θερμὴ ἀγκαλιά  της
τὰ μαῦρα τὰ παιδιά της' ποὺ κλαῖνε στὴ σκλαβιά.

Στέφανος Μαρτζώκης

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΧΡΥΣΑΦΙ


ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΧΡΥΣΑΦΙ


Τὸ χτίσιμο  τῆς Ἁγίας  Σοφίας εἶχε φτάσει ὡς τὸ σημεῖο' ποὺ θὰ γύριζαν τὸ μεγάλο τροῦλο. Τὸ βασιλικὸ'ταμεῖο ὅμως εἶχε πιὰ ἀδειάσει ἀπὸ τοὺς θησαυρούς του. Κι ὁ ᾽Ιουστινιανός' πολὺ στενοχωρημένος' στεκόταν πάνω σὲ μιὰ σκαλωσιὰ καὶ σκεφτόταν'  πῶς νὰ ἐξοικονομήση κι ἄλλα πολλὰ χρήματα ποὺ χρειαζόταν ἡ ἐκκλησία'  γιὰ νὰ τελειώση.
᾽Εκεῖ  τοῦ παρουσιάστηκε  ἔξαφνα ἕνας λευκοφορεμένος καὶ μὲ φωτεινὸ πρόσωπο ἄρχοντας καὶ τὸν ρώτησε:
- Γιατὶ εἶσαι λυπημένος' Δέσποτά μου;
- Μοῦ ἔχουν τελειώσει τὰ χρήματα καὶ δὲν ἔχω νὰ πληρώσω  τοὺς μαστόρους σήμερα' ποὺ εἶναι Σάββατο' ἀπάντησε ὁ αὐτοκράτορας.
Καὶ  παρατηροῦσε μὲ  ἀπορία τὸν ἄρχοντα' γιατὶ  πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπε.
Μη  λυπᾶσαι  γι’ αὐτό' Δέσποτα.  Αὔριο τὸ πρωὶ  στεῖλε μου μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες μὲ  πενήντα  ὑπηρέτες καὶ εἴκοσι μουλάρια' γιὰ νὰ σὲ δανείσω ὅσο χρυσάφι χρειάζεσαι.
᾽Εγὼ θὰ τοὺς περιμένω στὴ Χρυσὴ Πόρτα.
Τόση ἦταν ἡ χαρὰ τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ γιὰ τὴν ἀνέλπιστη προσφορὰ τοῦ ἄρχοντα' ποὺ τὰ ἔχασε κι οὔτε τ’ ὄνομά του ρώτησε νὰ μάθη οὔτε τὸν τόπο του.
Κι ἐκεῖνος ξαφνικὰ ἐξαφανίστηκε' ὅπως εἶχε ξαφνικὰ παρουσιαστῆ.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ τέσσερεις ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους ἄρχοντες μὲ πενήντα ὑπηρέτες καὶ εἴκοσι μουλάρια ἔφτασαν στὴ Χρυσὴ Πόρτα' ὅπου τοὺς περίμενε λευκοφορεμένος καὶ καβάλα σὲ κόκκινο ἄλογο ὁ ἄγνωστος ἄρχοντας. Κι ἀπὸ κεῖ τοὺς ὁδήγησε σ’ ἕναν τόπο' ὅπου ἀντίκρισαν καταμαγεμένοι ἕνα τόσο ὡραῖο καὶ πλούσιο παλάτι' ποὺ ποτέ τους δὲν εἶχαν ξαναδεῖ. Κι  ὅταν τοὺς ὁδήγησε  στὸ ἐσωτερικὸ  καὶ  μ’ ἕνα χρυσὸ κλειδὶ ἄνοιξε τὸ θησαυροφυλάκιό του ἔμειναν ἄφωνοι.
῏Ηταν ἕνα μεγάλο δωμάτιο γεμάτο χρυσὰ νομίσματα.
Τοὺς γέμισε λοιπὸν σαράντα σακίδια  χρυσάφι καὶ τοὺς ἔστειλε πίσω στὸν ᾽Ιουστινιανό' δίνοντάς τους τὴν ἑξῆς παραγγελία:  «Νὰ  πῆτε  στὸν  αὐτοκράτορα νὰ  χτίση   τὴν Ἁγία  Σοφία τοῦ Θεοῦ».
Ὅταν ὁ ᾽Ιουστινιανὸς εἶδε τὸν ἀμύθητο πλοῦτο' θαύμασε καὶ ρώτησε τοὺς ἄρχοντες σὲ ποιὸ τόπο πῆγαν κι ἂν ἔμαθαν ποιὸς ἦταν  ἐκεῖνος ὁ ἄρχοντας. Οἱ ἄρχοντες τοῦ εἶπαν τὸν τόπο' δὲν ἤξεραν ὅμως τὸ ὄνομα τοῦ δανειστῆ.
«Ἀσφαλῶς θὰ ἔρθη νὰ μοῦ ζητήση κάποιο μεγάλο ἀξίωμα γι’ ἀνταμοιβή»' σκέφτηκε ὁ αὐτοκράτορας.
Ἀλλὰ ὁ ἄγνωστος ἄρχοντας δὲν παρουσιάστηκε πιά. Καὶ ὁ ᾽Ιουστινιανὸς ἔστειλε τοὺς ἴδιους' ποὺ ἔφεραν τὸ χρυσάφι' νὰ φέρουν καὶ τὸν ἄρχοντα. Μὰ οὔτε παλάτι  οὔτε σπίτι οὔτε δρόμο πατημένο βρῆκαν στὸν ἴδιο τόπο.
῎Ενιωσε πιὰ τὴν ἀλήθεια ὁ αὐτοκράτορας καὶ εὐχαρίστησε μὲ  μεγάλη  εὐλάβεια τὸ Θεό. «Τώρα γνώρισα ὅτι ἔστειλες' Θεέ μου' τὸν Ἄγγελό  Σου καὶ μοῦ ἔφερε τὴ μεγάλη  δωρεά Σου' γιὰ νὰ χτίσω  τὴν ἐκκλησία  Σου. Εὐλογημένο νὰ εἶναι τὸ Ἅγιο ῎Ονομά Σου».

Γεώργιος Ν. Καλαματιανὸς

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΦΡΟΥΡΕΙ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ



ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΦΡΟΥΡΕΙ ΤΗΝ  ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ


῞Οταν χτιζόταν ἡ Ἁγιὰ Σοφιά' ἕνα Σάββατο' τὸ μεσημέρι' ὁ αὐτοκράτορας ᾽Ιουστινιανὸς κάλεσε  τὸν πρωτομάστορα' τοὺς τεχνίτες  καὶ τοὺς ἐργάτες σὲ τραπέζι.
῾Ο πρωτομάστορας εἶχε ἕνα παιδὶ δεκατεσσάρων χρόνων' ποὺ τοῦ ἀνέθεσε  νὰ φυλάη  τὰ  ἐργαλεῖα  του'  ὅση ὥρα θ’ ἀπουσίαζε.
᾽Εκεῖ ποὺ καθόταν  τὸ παιδὶ κοντὰ στὰ ἐργαλεῖα' νά σου ξαφνικὰ καὶ  τοῦ παρουσιάζεται ἕνας ἄρχοντας μὲ  λαμπρὰ λευκὰ φορέματα καὶ μὲ  πρόσωπο ποὺ ἄστραφτε σὰν ἥλιος. Φαινόταν σὰν ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα κι ἔδειχνε πὼς ἦταν θυμωμένος.
- Γιατί  οἱ τεχνίτες  ἄφησαν τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ πῆγαν νὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουν; ρώτησε τὸ παιδὶ ὁ ἄγνωστος ἄρχοντας.
- Ἄρχοντά μου' τώρα σὲ λίγο ἔρχονται.
- Πήγαινε καὶ φώναξέ τους νὰ ρθοῦν γρήγορα νὰ ἐργαστοῦν στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ.

- Ἄρχοντά  μου' φοβοῦμαι νὰ πάω'  νὰ μὴ χαθῆ  κανένα ἀπὸ τὰ ἐργαλεῖα τοῦ πατέρα μου.
- Πήγαινε  κι ἐγὼ σοῦ ὁρκίζομαι στὴν Ἁγία  Σοφία' ποὺ χτίζεται τώρα' ὅτι δὲ θὰ φύγω' ὥσπου νὰ ἐπιστρέψης' γιατὶ μ’ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ εἶμαι φύλακας ἐδῶ.
Τὸ παιδὶ  ἔτρεξε στὸ βασιλικὸ τραπέζι'  γιὰ  νὰ πῆ  στὸν πατέρα  του  τὴν  ἐντολὴ  ποὺ  τοῦ  ἔδωσε ὁ ἄγνωστός  του ἄρχοντας. Κι  ὁ πρωτομάστορας  ἀνέφερε τὸ  γεγονὸς  στὸν αὐτοκράτορα.
Παραξενεύτηκε ὁ ᾽Ιουστινιανὸς καὶ διέταξε ἕναν ἀξιωματικὸ νὰ πάη νὰ δῆ τί συμβαίνει.
῾Ο ἀξιωματικὸς πῆγε ἀμέσως ἐκεῖ' ὅπου ἦταν τὰ ἐργαλεῖα τοῦ πρωτομάστορα' ἀλλὰ κανέναν δὲν  βρῆκε νὰ τὰ φυλάη. Καὶ γύρισε καὶ τὸ ἀνέφερε στὸν αὐτοκράτορα.
Κάλεσε  τότε  ὁ αὐτοκράτορας ὅλους τοὺς ἄρχοντες τοῦ παλατιοῦ  καὶ  τοὺς ἔδειξε ἔναν ἕναν στὸ παιδὶ  νὰ τοῦ πῆ ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἔστειλε.
- Κανένας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἄρχοντές σου δὲν  ἦταν' βασιλιά μου' εἶπε τὸ παιδί. ᾽Εκεῖνος ἦταν μὲ λαμπρὰ λευκὰ φορέματα καὶ μὲ τόσο ὡραῖο καὶ φωτεινὸ πρόσωπο' ποὺ δὲν ἔχω δεῖ ἄλλον ὅμοιό του.
Κατάλαβε πιὰ ὁ ᾽Ιουστινιανὸς τὶ συμβαίνει καὶ συγκινημένος εἶπε μὲ εὐλάβεια :
- Ἀλήθεια' Ἄγγελος  Κυρίου παρουσιάστηκε  στὸ παιδὶ και τοῦ ἔδωσε τὴν ἐντολή. Σὲ εὐχαριστῶ' Παντοδύναμε ποὺ μοῦ φανέρωσες τὴν ἀγάπη Σου καὶ τὸ ὄνομα τῆς ἐκκλησίας. Σὲ εὐχαριστῶ  ἀκόμη'  ποὺ μοῦ ἔστειλες  τὸν Ἄγγελό  Σου φύλακα τῆς ἐκκλησίας στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Στὸ παιδὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ μὴ γυρίση κοντὰ στὸ χτίσιμο' καὶ  κάλεσε  τὸν  Πατριάρχη'   τοὺς  ἐπισκόπους  καὶ  τοὺς
ἄρχοντες νὰ τοὺς συμβουλευθῆ. Ὅλοι συμφώνησαν νὰ μὴν πάη ἄλλη φορὰ τὸ παιδὶ στὴν ἐκκλησία'  γιὰ νὰ τὸ περιμένη ὁ Ἄγγελος  καὶ νὰ μένη φύλακάς της'  ὅπως τοῦ ὀρκίστηκε. Κι ἀφοῦ ἔδωσε πολλὰ  δῶρα στὸ παιδὶ  καὶ τὸ ἔκαμε πολὺ πλούσιο' μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ πατέρα του τὸ ἔστειλε νὰ περάση ὅλη τὴ ζωή του στὰ Δωδεκάνησα.

ΤΟ ΓΙΑΤΡΕΜΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ



ΤΟ ΓΙΑΤΡΕΜΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ


Σὲ κάποια  γωνιὰ   ἑνὸς  δρόμου τῆς  ῾Ιερουσαλὴμ ἕνας τυφλὸς χρόνια τώρα ζητάει ἐλεημοσύνη. Εἶναι  γνωστὸς  σ’ ὅλους τοὺς διαβάτες. Κάθε πρωὶ μιὰ σκελετωμένη  γριὰ τὸν φέρνει στὴ γωνιὰ καὶ τὸ βράδυ ἔρχεται καὶ τὸν παίρνει.
Γεννήθηκε  τυφλὸς καὶ ζῆ σ’ ἕναν κόσμο ἀλλιώτικο ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ζοῦν ὅσοι ἔχουν τὸ φῶς τους. Αὐτὸ  τὸ νιώθει καλά· γι’ αὐτὸ κι αἰσθάνεται  τὴν καρδιά του ραγισμένη ἀπὸ τὸν πόνο· κι ἀπὸ τὴν κρυφὴ πληγή της σιγὰ σιγὰ χάνεται κάθε γλυκιὰ  ἐλπίδα!
Τί κερδίζει' ποὺ ἔχει ὅλες τὶς ἄλλες αἰσθήσεις του! Τὸ φῶς τοῦ λείπει'  ὅλα τοῦ λείπουν. Ἀκούει τοὺς ἄλλους νὰ μιλοῦν γιὰ τὶς ὁλόχρυσες τοῦ ἥλιου ἀχτίδες' ποὺ φέρνουν τὴν ἡμέρα. Ἀκούει τὴ ζωή' τὴν κίνηση  τῶν ἀνθρώπων. Καταλαβαίνει πὼς αὐτὸ τὸ λένε ἡμέρα ὅσοι ἔχουν τὸ φῶς τους. Μὰ ἐκεῖνος δὲ μπορεῖ νὰ νιώση τί εἶναι ἡμέρα.
Μιλοῦν ὅσοι ἔχουν τὸ φῶς γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἄνοιξης' γιὰ  τὰ  λουλούδια της'  γιὰ  τὰ  πουλάκια  ποὺ  κελαηδοῦν' γιὰ  τὰ  ρυάκια  ποὺ  κελαρύζουν. Μιλοῦν  γιὰ  τὴ  ζωὴ  τοῦ καλοκαιριοῦ' γιὰ τὰ ὥριμα σπαρτά' γιὰ τὸ θερισμὸ καὶ γιὰ τ᾽ ἁλώνια. Μιλοῦν γιὰ τὴ γλύκα τοῦ χινόπωρου' γιὰ τὰ ξερὰ τὰ φύλλα τῶν δένδρων' ποὺ τὰ στριφογυρίζει ὁ ἀγέρας καὶ τὰ σωριάζει στὴ γῆ. Μιλοῦν γιὰ τὰ γυμνὰ κλαδιά' ποὺ εἶναι σὰ χέρια προσευχῆς σηκωμένα κατὰ τὸν οὐρανό. Μιλοῦν γιὰ τὰ χιόνια τοῦ χειμώνα' γιὰ τὸ ἄγριο σάλεμα τοῦ δάσους' γιὰ τὶς μπόρες καὶ τὶς καταιγίδες. Μιλοῦν γιὰ τὴ θάλασσα' γιὰ τὰ ποτάμια'  γιὰ τὰ νερά' γιὰ τ’ ἀστέρια τ’ οὐρανοῦ.
Γιὰ ἕνα σωρὸ τέτοια  πράγματα  ἀκούει τοὺς ἄλλους νὰ μιλοῦν' κι αὐτὸς ἀναστενάζει. Τίποτε  ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν καταλαβαίνει.  ῞Ενα  ἀτέλειωτο   σκοτάδι  τοῦ  κρύβει κάθε
ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου. Σκοτάδι!
Ἀλίμονο! Οὔτε τί εἶναι σκοτάδι δὲ μπορεῖ νὰ καταλάβη ὁ τυφλὸς ζητιάνος! Γιὰ νὰ καταλάβη κανεὶς τὸ σκοτάδι' πρέπει νὰ ᾽χη δεῖ τὸ φῶς...
Καὶ πῶς φαντάζεται τὸν κόσμο! Καὶ τὸν πατέρα του καὶ τὴ γλυκιά  του τὴ μανούλα δὲ  γνωρίζει πῶς εἶναι· ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοὺς καταλαβαίνει. Καὶ πῶς ἤθελε νὰ τοὺς ἔβλεπε!
Καὶ τώρα τόσα χρόνια ὁ τυφλὸς κάθεται  πάντα στὴν ἴδια γωνιὰ  τοῦ δρόμου' καὶ μὲ  φωνὴ γεμάτη  πόνο ξορκίζει τοὺς διαβάτες στὸ φῶς τους' ζητώντας ἐλεημοσύνη...

Ὁ κόσμος τρέχει σὰν τρελός. Ὅλη ἡ συνοικία εἶναι στὸ πόδι. Περνάει  ἐκεῖνος ποὺ ἔχει  τὴ  δύναμη νὰ διώχνη  τὸ σκοτάδι καὶ νὰ φωτίζη τὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης  καρδιᾶς.
Ὁ τυφλὸς ρωτάει τοὺς διαβάτες:
- Τί τρέχει'  παιδιά; ᾽Εσεῖς ποὺ μπορεῖτε νὰ βλέπετε' γιὰ πέστε καὶ σ’ ἐμένα' τὸν τυφλό' τί τρέχει;
- Τὸ φῶς τοῦ κόσμου περνάει' τοῦ ἀπαντᾶ  κάποιος· καὶ τρέχει νὰ φτάση κι ἐκεῖνος κοντά του.
- Τὸ φῶς τοῦ κόσμου περνάει' ἐπαναλαβαίνει καὶ ὁ τυφλός· καὶ μαζὶ μὲ μιὰ ἀνατριχίλα τοῦ κορμιοῦ του' τοῦ ἔρχεται καὶ μιὰ ἐλπίδα:
- Ἄχ'  νὰ μοῦ ᾽δινε κι  ἐμένα τὸ φῶς! λέει μέσα του. Κι ἀμέσως ἀρχίζει νὰ φωνάζη μὲ ὅλη του τὴ δύναμη:
-  ᾽Ιησοῦ' γιὲ τοῦ  Δαβίδ'  ἐλέησέ  με. Καὶ  φωνάζει  καὶ φωνάζει πάντα τὰ ἴδια λόγια' μὰ καὶ πάντα πιὸ δυνατὰ τὴν κάθε φορά.
Μερικοὶ δὲ  μπόρεσαν νὰ βαστάξουν στὶς φωνές του καὶ ποοσπάθησαν νὰ τὸν σταματήσουν:
- Πάψε πιά' στραβέ' τοῦ λένε. Μᾶς πῆρες τ’ αὐτιὰ μὲ τὶς φωνές σου! Ἐσένα θ’ ἀκοῦμε;
Μὰ ὁ τυφλός' χωρὶς νὰ προσέξη διόλου στὰ λόγια  τους' φωνάζει τώρα πιὸ δυνατὰ στὸ Φωτοδότη:
- ᾽Ιησοῦ' ἐλέησέ με !
Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου συγκινήθηκαν ἀπ’ αὐτὴ τὴ σκηνή' αἰσθάνθηκαν τὸν πόνο τοῦ τυφλοῦ καὶ θέλησαν νὰ μάθουν ἀπὸ τὸ δάσκαλό τους τὴ γνώμη του γιὰ τὴν αἰτία' ποὺ ἔφερε μιὰ τέτοια δυστυχία σ’ αὐτὸν τὸ ζητιάνο.
᾽Εκεῖνος μὲ  λόγια  στοχαστικὰ  τοὺς ἔδειξε τὴν  πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ  τὴ  σωτηρία  τοῦ κόσμου. ῎Επειτα  στάθηκε μπροστὰ στὸν τυφλὸ καὶ τοῦ λέει μὲ ὁλόγλυκια φωνή:
- Τί θέλεις' παιδί μου;
- Τὸ φῶς μου' κύριε! Νὰ ἰδῶ' κύριε. Τὸ φῶς μου ζητῶ' φω- νάζει ἐκεῖνος μὲ τρεμάμενη καὶ κομμένη ἀπὸ τὴ συγκίνηση λαλιά.
Χωρὶς νὰ πῆ τίποτε  ὁ Φωτοδότης' σκύβει χάμω'  φτύνει στὸ χῶμα' κάνει πηλὸ μὲ τὸ δάχτυλό του' τὸν παίρνει' γεμίζει μ’ αὐτὸν τὶς κόγχες τῶν ματιῶν τοῦ τυφλοῦ κι ὕστερα τοῦ λέει:
- Πήγαινε  στὴν κολυμπήθρα τοῦ Σιλωὰμ νὰ πλυθῆς καὶ θὰ ἰδῆς.
Μὲ  τὸ κεφάλι  ψηλὰ ὁ τυφλός' μὴν τύχη  καὶ τοῦ πέση ὁ πηλός'  κι ἔχοντας ἀτράνταχτη πίστη' ἀρχίζει ἀμέσως νὰ πηγαίνη κατὰ τὸ θαυματουργὸ νερό. Ψαχουλεύει ἀπὸ τοῖχο σὲ τοῖχο. Μὰ κάποιος πονετικὸς ἄνθρωπος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν παρακολουθήσει  τὴ  σκηνή'  τὸν παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδηγεῖ ἴσαμε κεῖ.
Τώρα ὁ τυφλὸς νιώθει  τὸ νερὸ τῆς  κολυμπήθρας  μέσα στὰ δάχτυλα  τῶν  χεριῶν του. Τὸ σηκώνει  μὲ  τὶς  φοῦχτες καὶ πλένει μ’ αὐτὸ τὶς λασπωμένες κόγχες του.

Καὶ νά! Τί θάμα! Θαμπὰ στὴν ἀρχή' ὁλοκάθαρα κατόπι'
ἀρχίζουν τότε καὶ παρουσιάζονται τὰ πράγματα ἐμπρός του. Τρέμει σύγκορμος καὶ κοντεύει νὰ πέση ἀπὸ τὴ συγκίνηση ὁ τυφλός.
- Τί  εἶναι  αὐτά; φωνάζει τρέμοντας. Ποιοί  εἶστε  ἐσεῖς;
λέει στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν κοίταζαν ξαφνιασμένοι.
Γυρίζει δεξιὰ κι  ἀριστερά. Δὲν  ξέρει ποῦ βρίσκεται  καὶ συχνὰ  κλείνει  τὰ  μάτια  του'  γιὰ  νὰ  βρίσκη  τὸ  γνώριμο κόσμο του. Καὶ τότε ἀρχίζει νὰ κλαίη.

Σὲ λίγο ὅλη ἡ ῾Ιερουσαλὴμ εἶναι στὸ πόδι ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό. Ποῦ ἀκούστηκε  ποτὲ νὰ βρῆ τὸ φῶς του ἄνθρωπος γεννημένος  τυφλός! ῞Ολοι  τρέχουν νὰ ἰδοῦν τὸν ἄνθρωπο αὐτό. Τρέχουν κι οἱ γονεῖς του.
- Παιδί μου' παιδί μου! φωνάζει ἡ μάνα του· καὶ ρίχνεται στὴν ἀγκαλιά  του.
᾽Εκεῖνος κλείνει τὰ μάτια του' γιὰ νὰ τὴ γνωρίση. ῎Ετσι εἶχε συνηθίσει νὰ γνωρίζη ὡς τότε τὴ μητέρα του. Τί θόρυβος σ’ ὅλη τὴν πόλη! Οἱ ἄνθρωποι δὲ μποροῦν νὰ πιστέψουν πὼς ὁ ἄλλοτε τυφλὸς ζητιάνος εἶναι δυνατὸ νὰ βλέπη. Καὶ λένε πὼς κάποιος ἄλλος θὰ εἶναι ποὺ τοῦ μοιάζει. ᾽Εκεῖνος τοὺς βεβαιώνει μὲ χαρά: ᾽Εγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι· καὶ τοὺς ἐξιστορεῖ ὅλο τὸ θαῦμα μὲ συγκίνηση.
Τί χαρὰ σὲ ὅλες τὶς ἀγνὲς  καρδιές! Μονάχα οἱ Φαρισαῖοι' οἱ ἐχτροὶ  τοῦ  ᾽Ιησοῦ' κιτρινίζουν  ἀπὸ  τὸ  φθόνο  καὶ  τὴν κακία τους. Μονάχα αὐτοὶ λυσσομανοῦν ἀπὸ τὸ κακό τους καὶ ζητοῦν' σώνει καὶ καλά'  νὰ πείσουν τὸν ἄλλοτε τυφλὸ πὼς  ἐκεῖνος  ποὺ  τὸν  ἔκαμε  καλὰ  εἶναι  ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος. Μὰ ἐκεῖνος μ’ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸν εὐεργέτη του ἀπαντᾶ:
- ᾽Εγὼ  ἐκεῖνον τὸν θεωρῶ  ἔναν μεγάλο  προφήτη. Δὲν ξέρω' ἂν εἶναι ἁμαρτωλός. Ξέρω πὼς ἤμουν θεόστραβος καὶ
τώρα βλέπω. Ξέρω ἀκόμα πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους' παρὰ μονάχα τοὺς ἁγίους.
Τότε οἱ Φαρισαῖοι ἔτρεξαν στοὺς γονεῖς του' γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν καλύτερα. Κι ἐκεῖνοι τοὺς εἷπαν  ὄ'τι  τοὺς ἔλεγε κι ὁ γιός τους· πὼς δηλαδὴ τὸν ἔκαμε καλὰ ὁ ᾽Ιησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ.
- Μὰ αὐτὸς εἶναι ἔνας περιφρονητὴς τοῦ νόμου. Πῶς εἶναι δυνατὸ ἔνας τέτοιος ἁμαρτωλὸς νὰ κάνη θαύματα;
Καὶ πάλι  ἄρχισαν νὰ ρωτοῦν τὸν τυφλό: ῎Ελα - γιά πές μας' ποιός σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Πῶς ἔγινες καλά;
῎Εχασε πιὰ ἐκεῖνος τὴν ὑπομονὴ καὶ τοὺς ἀπάντησε:
- Μά'  τέλος πάντων'τί μὲ  ρωτᾶτε  καὶ  μὲ  ξαναρωτᾶτε; Μήπως  θέλετε νὰ γίνετε κι ἐσεῖς μαθητές του;
᾽Εκεῖνοι τὸν ἀποπῆραν καὶ τοῦ εἶπαν:
- ᾽Εσὺ εἶσαι μαθητὴς  ἐκείνου. ᾽Εμεῖς εἴμαστε  μαθητὲς τοῦ Μωυσῆ. ᾽Εμεῖς ξέρομε' πὼς ὁ Θεὸς μονάχα στὸ Μωυσῆ φανερώθηκε. Τὸν ᾽Ιησοῦ δὲν τὸν ξέρομε ἀπὸ ποῦ μᾶς ἦρθε.
῾Ο ἄλλοτε  τυφλὸς  τοὺς  ἔδωσε τότε  ὅπως  ἔπρεπε  τὴν ἀπάντηση.  Κι ἐκεῖνοι στὸ τέλος μὲ  σπρωξιὲς  τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ ναό' λέγοντάς  του: Πήγαινε!  ᾽Εσὺ  γεννήθηκες ὁλόκληρος μὲς στὴν ἁμαρτία' καὶ θέλεις νὰ διδάξης ἐμᾶς;
῾Ωστόσο αὐτὸς μέρα νύχτα'  ὅπου πάει  κι  ὅπου σταθῆ' δοξάζει τὸ ὄνομα τοῦ Φωτοδότη του. ῞Ενα μόνο παράπονο τοῦ τρώει τὴν καρδιά. Δὲν  ἔχει κατορθώσει  ἀκόμα νὰ γνωρίση τὸν εὐεργέτη του. Ἄ!' ἄν τὸν ἔβλεπε' θὰ ἔπεφτε στὰ πόδια του' καὶ θά ’χυνε ἀπάνω του ὅσα δάκρυα δεν εἶχε χύσει τόσα χρόνια στερημένος τὸ φῶς του.
Ἄχ! ἂς τὸν ἔβλεπε κάπου!
Μιὰ μέρα κάποιος ἄγνωστος  τὸν σταμάτησε  στὸ δρόμο καὶ τοῦ μίλησε μὲ στοργικὸ χαμόγελο:
- Τἰ  σοῦ ᾽καμαν' καημένο παιδί'  οἱ Φαρισαῖοι; γιατὶ  σ’
ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ ναό;
᾽Εκεῖνος στάθηκε  εὐλαβικὰ μπροστὰ στὸν ἄγνωστο. Κι εὐχαριστημένος' γιατὶ  τοῦ δινόταν ἀφορμὴ νὰ μιλήση πάλι γιὰ τὸν εὐεργέτη του' ἀπάντησε:
- Μὴν τὰ ρωτᾶς' κύριε' μὴν τὰ ρωτᾶς! Καὶ καλὰ καὶ σώνει νὰ μὲ  πείσουν κι  ἐμένα τὸν ἴδιο πὼς  δὲν  ἦταν  ὁ  Χριστὸς ἐκεῖνος ποὺ μοῦ ᾽δωσε τὸ φῶς μου!
-  ᾽Εσὺ  πιστεύεις   στὸ   Γιὸ  τοῦ  Θεοῦ;  τὸν   ἐρωτᾶ   ὁ ἄγνωστος.
- Ἄχ' κύριε' ἀπάντησε ἀναστενάζοντας ὁ εὐεργετημένος. Τὸ παράπονό μου εἶναι αὐτό. Δὲν τὸν γνωρίζω. Τὸν αἰσθάνθηκα μόνο' ὅταν ἤμουν τυφλός. Αἰσθάνθηκα νὰ μοῦ γεμίζη  τὶς κόγχες  τῶν  ματιῶν  μου. Ἄκουσα καὶ  τὰ  γλυκόλογά  του' ποὺ μοῦ χάρισαν τὸ φῶς. ῞Ομως δὲν  τὸν γνωρίζω'  δὲν τὸν εἶδα' ἀφότου ἀπόχτησα  τὸ φῶς μου. Καὶ πῶς τὸν ἀποζητῶ' νά ᾽ξερες' κύριε' πῶς τὸν ἀποζητῶ!
᾽Εγω εἶμαι'  παιδί  μου' που μὲ  βλέπεις. ᾽Εγώ'  ποὺ μιλῶ μαζί σου τώρα' τοῦ λέγει ὁ εὐεργέτης του.
Κατάματα  κοιτάζει τότε τὸ Φωτοδότη ὁ ἄλλοτε τυφλός' μὲ παρμένη τὴ λαλιά του ἀπὸ συγκίνηση. Κι ὕστερα ξεσπάει σ’ αὐτὰ τὰ λόγια μ’ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς του:
- Πιστεύω'  Κύριε' πιστεύω! καὶ  πέφτει  στὰ πόδια του' μισολιποθυμισμένος καὶ μουσκεύοντάς τον μὲ δάκρυα εὐχαριστίας.

Παντελεήμων Φωστίνη






ΠΑΣΧΑ ΣΤΑ ΠΕΛΑΓΑ



ΠΑΣΧΑ  ΣΤΑ ΠΕΛΑΓΑ

«Χριστὸς  Ἀνέστη»

Τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο ἔσκιζε τὰ νερὰ ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του. Δὲν  εἶχε ἄλλο φῶς παρὰ τὰ δυὸ χρωματιστὰ φανάρια ζερβόδεξα τῆς  γέφυρας· ἕνα  ἄλλο  φανάρι ἄσπρο' ἀχτινοβόλο' ψηλὰ στὸ πλωριὸ κατάρτι  καὶ ἄλλο ἕνα μικρὸ πίσω στὴν πρύμνη του. Τίποτε  ἄλλο.
Οἱ ἐπιβάτες ὅλοι ξαπλωμένοι στὶς καμπίνες  τους' ἄλλοι παραδομένοι στὸν ὔπνο καὶ ἄλλοι στοὺς συλλογισμούς. Οἱ ναῦτες καὶ οἱ θερμαστές' ὅσοι δὲν εἶχαν ὑπηρεσία' κοιμόνταν βαριὰ στὰ  κρεβάτια τους. Ὁ καπετάνιος  μὲ  τὸν τιμονιέρη ὀρθοὶ στὴ  γέφυρα'  μαῦροι ἴσκιοι'  σχεδὸν ἀνάεροι' ἔλεγες ὅτι   ἦταν   πνεύματα   καλόγνωμα'   ποὺ  κυβερνοῦσαν  στὸ χάος τὴν  τύχη  τοῦ τυφλοῦ σκάφους καὶ τῶν  κοιμισμένων ἀνθρώπων.

῎Εξαφνα ἡ καμπάνα τῆς γέφυρας σήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα σήμανε καὶ ἡ καμπάνα τῆς πλώρης. Τὸ καμπανοχτύπημα  γοργό'   χαρούμενο'  ἐπέμενε   νὰ  ρίχνη τόνους μεταλλικοὺς περίγυρα' κάτω στὴ σκοτεινὴ θάλασσα καὶ ψηλὰ στὸν ἀστροφώτιστο οὐρανό' καὶ νὰ κράζη ὅλους στὸ κατάστρωμα. Καὶ μεμιᾶς τὸ σκοτεινὸ πλοῖο πλημμύρισε ἀπὸ φῶς θόρυβο' ζωή. Ἄφησε τὸ πλήρωμα τὰ κρεβάτια του καὶ οἱ ἐπιβάτες τὶς καμπίνες τους.
᾽Εμπρὸς     στὴν      πλώρη καὶ στὴν πρύμνη πίσω' ἀνυπόμονα     ἔφευγαν     ἀπὸ τὰ  χέρια  τοῦ  ναύκληρου τὰ πυροτεχνήματα'  ἔφταναν' λές' τ’ ἀστέρια' καὶ ἔπειτα ἔσβηναν στὴν ἄβυσσο.
Τὰ   ξάρτια'   τὰ   σχοινιά' οἱ κουπαστὲς  ἔλαμπαν' σὰν ἐπιτάφιοι     ἀπὸ    τὰ    κεριά. Καὶ   δὲν   ἦταν   ἐκείνη   τὴ στιγμὴ  τὸ καράβι παρὰ ἕνα μεγάλο πολυκάντηλο' ποὺ ἔφευγε  πάνω  στὰ  νερὰ σὰν πυροτέχνημα.
Ἡ  γέφυρα  στρωμένη  μὲ μιὰ μεγάλη σημαία ἔμοιαζε Ἅγια Τράπεζα. Ἕνα κανίστρι μὲ   κόκκινα   αὐγὰ   καὶ   ἕνα μὲ  λαμπροκούλουρα ἦταν ἐπάνω. ῾Ο πλοίαρχος σοβαρὸς μὲ   ἕνα  κερὶ  ἀναμμένο  στὸ χέρι   ἄρχισε   νὰ   ψάλλη   τὸ
«Χριστὸς Ἀνέστη». Τὸ πλήρωμα   καὶ   οἱ   ἐπιβάτες γύρω του ξεσκούφωτοι καὶ μὲ τὰ κεριὰ στὰ χέρια ξανάλεγαν τὸ τροπάρι ρυθμικὰ καὶ μὲ κατάνυξη.
- Χρόνια πολλά'  κύριοι!.... Χρόνια πολλά'  παιδιά  μου!...
εὐχήθηκε'  ἅμα  τελείωσε   τὸν  ψαλμό'  γυρίζοντας  πρῶτα στοὺς ἐπιβάτες καὶ ἔπειτα στὸ πλήρωμα ὁ πλοίαρχος.
- Χρόνια πολλά' καπετάνιε' χρόνια πολλά!... Ἀπάντησαν ἐκεῖνοι ὁμόφωνα.
- Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια  σας' κύριοι! Καὶ του χρόνου στὰ  σπίτια   μας'  παιδιά'  ξαναεῖπε  ὁ πλοίαρχος'  ἐνῶ  ἕνα μαργαριτάρι φάνηκε στὴν ἄκρη τῶν ματιῶν του.
- Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια  μας' καπετάνιε.
Εὐχές  καὶ χαρές
῎Επειτα  πέρασε ἕνας ἕνας' πρῶτα οἱ ἐπιβάτες'  ἔπειτα  τὸ πλήρωμα' πῆραν ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ κόκκινο αὐγὸ καὶ τὸ λα- μπρο κούλουρο καὶ ἄρχισαν πάλι οἱ εὐχὲς καὶ τὰ φιλήματα.
- Χριστὸς Ἀνέστη!
- Ἀληθινὸς ὁ Κύριος!
- Καὶ τοῦ χρόνου σπίτια  μας!
Οἱ ἐπιβάτες τράβηξαν στὶς θέσεις τους' φᾶνε τὴ μαγερίτσα. Οἱ  ναῦτες  ζευγαρωτὰ  στοὺς  διαδρόμους τσούγκριζαν  τ’ αὐγά τους' γελοῦσαν'  σπρώχνονταν  μεταξύ τους' ἔτρωγαν λαίμαργα' καλοχρονίζονταν σοβαρὰ καὶ κοροϊδευτικά.
῎Επαψε τὸ καμπανοχτύπημα·  ἕνα ἕνα ἔσβησαν τὰ κεριά. Τὸ καράβι βυθίστηκε πάλι στὴν ἡσυχία του. ῾Ο καπετάνιος καὶ ὁ τιμονιέρης καταμόναχοι πάνω στὴ γέφυρα' πνεύματα' θαρρεῖς' ἀνάερα' ἐξακολουθοῦσαν τὴ δουλειά τους σιωπηλοὶ καὶ ἄγρυπνοι.
- Γραμμή!
- Γραμμή!
Καὶ το πλοῖο ὁλοσκότεινο πάλι  ἐξακολούθησε να σκίζη τὰ νερά' ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του.

«Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ»                         

 Ἀνδρέας Καρκαβίτσας

Ενας σπουδαίος άνθρωπος



Η συγκινητική ιστορία ενός φτωχού και σπουδαίου ανθρώπου
Ο Dobre κατάγεται από τη Βουλγαρία και είναι 99 ετών. Όλη του τη ζωή την πέρασε δύσκολα, πολλές φορές σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Ζούσε σε τρώγλες και τρεφόταν με ό,τι έβρισκε στα σκουπίδια ή του έδιναν οι “καλοί άνθρωποι” στο σδρόμο όπως λέει ο ίδιος. Ζει σε μια μικρή πόλη της χώρας, το Bajlo, και κάνει καθημερινά πάνω από 30 χιλιόμετρα για να φτάσει στη Σόφια. Εκεί στέκεται για πολλές ώρες στο προαύλιο μιας ορθόδοξης εκκλησίας και ζητιανεύει. Όχι για τον εαυτό τους, αλλά για τους άλλους. Ό,τι χρήματα συγκεντρώσει τα δωρίζει στην εκκλησία, σε γηροκομεία, ορφανοτροφεία αλλά και σε φτωχές οικογένειες “που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από εμένα”, όπως επισημαίνει.
Πρόκειται για τον ιδιώτη που κάνει αυτή τη στιγμή τις μεγαλύτερες δωρεές στην εκκλησία, ενώ μέχρι τώρα έχει δωρίσει πάνω από 30.000 ευρώ, χωρίς να κρατήσει τίποτα για τον εαυτό του. Ο ίδιος είναι αυτάρκης, ζει με μια πενιχρή σύνταξη των 80 ευρώ που παίρνει και δείχνει να μην ενοχλείται καθόλου από τις δυσκολίες. Στην πόλη όλοι τον γνωρίζουν με το προσωνύμιο ο “δίκαιος από το Bajlo”, αφού και ο ίδιος είναι υπέρμαχος της δικαιοσύνης και της αγάπης. Γιατί ο άνθρωπος αυτός ικετεύει τον συνάνθρωπο όχι για τον εαυτό του αλλά για τους αναξιοπαθούντες. Και συνεχίζει… “Για όσο ζω”, λέει ο ίδιος!

Πάμπλο Πικάσο, ο εκπατρισμένος ζωγράφος




Πάμπλο Πικάσο, ο εκπατρισμένος ζωγράφος

Ο εκπατρισμένος Ισπανός ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, κεραμίστας και σκηνογράφος Πάμπλο Πικάσο (Pablo Picasso) γεννήθηκε στην Μάλαγα της Ισπανίας στις 25 Οκτωβρίου του 1881 και πέθανε στο Μουζέν της Γαλλίας στις 8 Απριλίου του 1973. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα και δημιουργός (μαζί με τον Ζωρζ Μπράκ) του Κυβισμού. Το τεράστιο σε όγκο έργο του παραμένει ολοζώντανο και ο θρύλος επιζεί –φόρος τιμής στη ζωτικότητα του «ανήσυχου» Ισπανού με τα «σκοτεινά... διαπεραστικά» μάτια που πίστευε στην πρόληψη ότι η δουλειά θα τον κρατούσε ζωντανό. Για 80 περίπου, από τα 91 χρόνια του, ο Πικάσο αφοσιώθηκε σε μια καλλιτεχνική παραγωγή που υπήρξε παράλληλη και συνέβαλε σημαντικά στην όλη ανάπτυξη της μοντέρνας τέχνης κατά τον 20ο αιώνα.



Ζωή και σταδιοδρομία.

Πρώιμα χρόνια.

Ο Πάμπλο Πικάσο ήταν γιός του Χοσέ Ρουίθ Μπλάσκο, καθηγητή του σχεδίου, και της Μαρίας Πικάσο Λόπεθ. Η εξαιρετική επιδεξιότητά του στο σχέδιο άρχισε να εκδηλώνεται νωρίς, στην ηλικία των 10 περίπου χρόνων, όταν έγινε μαθητής του πατέρα του στην Λα Κορούνια, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του το 1891. Ο πατέρας του μετέθεσε στον γιό του τις προσωπικές φιλοδοξίες του, παρέχοντάς του μοντέλα και υποστήριξη για την πρώτη έκθεσή του εκεί σε ηλικία 13 χρόνων.

Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Βαρκελώνη το φθινόπωρο του 1895, και ο Πάμπλο έγινε δεκτός στην τοπική Ακαδημία Καλών Τεχνών (La liotja), όπου είχε προσληφθεί και ο πατέρας του ως καθηγητής του σχεδίου. Η οικογένεια ήλπιζε ότι ο γιός της θα σημείωνε επιτυχία ως ακαδημαϊκός ζωγράφος, και το 1897 η μελλοντική φήμη του στην Ισπανία φαινόταν εξασφαλισμένη. Τον ίδιο χρόνο το έργο του «Επιστήμη και Συμπόνια», όπου για το πρόσωπο του γιατρού είχε ποζάρει ο πατέρας του, έτυχε διακρίσεως στην Έκθεση Καλών Τεχνών της Μαδρίτης.

Ο Πάμπλο Ρουίθ έφυγε για την Μαδρίτη το φθινόπωρο του 1897 και έγινε δεκτός στην Βασιλική Ακαδημία του Σαν Φερνάντο. Βρίσκοντας όμως τη διδασκαλία εκεί χωρίς κανένα νόημα, περνούσε όλο και περισσότερο τον καιρό του αποτυπώνοντας τη ζωή γύρω του, στα καφενεία, στους δρόμους, στα πορνεία και στο Πράδο, όπου ανακάλυψε την ισπανική ζωγραφική. Έγραψε: «Το Μουσείο Ζωγραφικής είναι πολύ ωραίο. Ο Βελάσκεθ πρώτης κατηγορίας, ο Ελ Γκρέκο έχει ζωγραφίσει μερικά υπέροχα κεφάλια, ο Μουρίλο δεν με πείθει σε όλα τα έργα του». Τα έργα αυτών και άλλων καλλιτεχνών, όπως λ.χ., του Γκόγια, θα αιχμαλωτίσουν τη φαντασία του Πικάσο σε διάφορες περιόδους της μακρόχρονης σταδιοδρομίας του.

Ο Πικάσο αρρώστησε την άνοιξη του 1989 και πέρασε την υπόλοιπη χρονιά αναρρώνοντας στο κατελανικό χωριό Όρτα νε Έμπρο με συντροφιά το φίλο του από τη Βαρκελώνη Μανουέλ Παλάρες. Όταν ο Πικάσο επέστρεψε στη Βαρκελώνη στις αρχές του 1899, ήταν άλλος άνθρωπος, είχε παχύνει, είχε μάθει να ζει μόνος του στην ύπαιθρο, μιλούσε Καταλανικά, και το σπουδαιότερο, είχε πάρει την απόφαση να διακόψει την καλλιτεχνική του εκπαίδευση σε σχολές ζωγραφικής και να αγνοήσει τα σχέδια της οικογένειάς του για το μέλλον του. Άρχισε ακόμη να δείχνει σαφή προτίμηση στο επίθετο της μητέρας του και υπέγραφε πιο συχνά τα έργα του ως Π. Ρ. Πικάσο (από τα τέλη του 1901 εγκατέλειψε εντελώς  το επίθετο Ρουίθ).

Στη Βαρκελώνη ο Πικάσο κινούταν μέσα σε ένα κύκλο Καταλανών καλλιτεχνών και συγγραφέων, που το ενδιαφέρον τους ήταν στραμμένο στο Παρίσι. Ήταν οι φίλοι του που σύχναζαν στο καφενείο «Οι Τέσσερις Γάτοι» (κατά τον Μαύρο Γάτο του Παρισιού), στο οποίο ο Πικάσο πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στη Βαρκελώνη τον Φεβρουάριο του 1900. Αυτοί οι φίλοι αποτέλεσαν τα μοντέλα των 50 και πλέον προσωπογραφιών του (με ανάμικτες τεχνικές) που παρουσιάστηκαν στην έκθεση. Επί πλέον, ανάμεσα στα έργα του υπήρξε και ένας σκοτεινός, μελαγχολικός «μοντέρνος» πίνακας, με τίτλο «Οι τελευταίες στιγμές» (αργότερα επιζωγραφήθηκε), ο οποίος απεικόνιζε την επίσκεψη ενός ιερέα στο κρεβάτι μιας ετοιμοθάνατης γυναίκας, έργο που έγινε δεκτό για τον Ισπανικό Τομέα της Διεθνούς Έκθεσης του Παρισιού της χρονιάς εκείνης. Επιθυμώντας να δει το έργο του εκτεθειμένο και να αποκτήσει άμεση εμπειρία του Παρισιού, ο Πικάσο ξεκίνησε με τον συνάδελφό του, που μοιραζόταν το ίδιο εργαστήριο, Κάρλες Κασαχέμας (Προσωπογραφία του Κάρλες Κασαχέμας, 1899) να κατακτήσει, αν όχι το Παρίσι, τουλάχιστον μια γωνιά της Μονμάρτρης.



Η ανακάλυψη του Παρισιού.


Μια από τις κύριες καλλιτεχνικές ανακαλύψεις του Πικάσο στο ταξίδι του αυτό (Οκτώβριος-Δεκέμβριος) ήταν το χρώμα-όχι τα μουντά χρώματα της ισπανικής παλέτας, αλλά το λαμπερό χρώμα- το χρώμα του Βαν Γκογκ, το καινούργιο, μιας πόλης που γιόρταζε μια παγκόσμια έκθεση. Χρησιμοποιώντας κάρβουνο, παστέλ, νερομπογιές και λάδια, ο Πικάσο αποτύπωσε την ζωή στη γαλλική πρωτεύουσα (Εραστές στο δρόμο, 1900). Στο έργο του Μουλέν ντε λα Γκαλέτ (1900), απότισε φόρο τιμής σε Γάλλους καλλιτέχνες, όπως στον Τουλούζ Λωτρέκ και στον Σταινλέν, καθώς και στον Καταλανό συμπατριώτη του Ραμόν Κάζας.

Μετά από δύο μήνες, ο Πικάσο γύρισε στην Ισπανία με τον Κασαχέμας, που είχε αποκαρδιωθεί από κάποια ερωτική αποτυχία. Αφού επιχείρησε ανεπιτυχώς να διασκεδάσει το φίλο του στην Μάλαγα, ο Πικάσο αναχώρησε για τη Μαδρίτη, όπου εργάστηκε ως καλλιτεχνικός εκδότης στο καινούργιο περιοδικό Νέα Τέχνη (Arte Joven). Ο Κασαχέμας επέστρεψε στο Παρίσι και αφού αποπειράθηκε να πυροβολήσει τη γυναίκα που αγαπούσε, αυτοκτόνησε. Ο αντίκτυπος του γεγονότος αυτού στον Πικάσο υπήρξε βαθύς και του προσέφερε το υλικό που θα προκαλούσε τη δυνατή εκφραστικότητα των έργων του της λεγόμενης «Γαλάζιας Περιόδου». Ο Πικάσο φιλοτέχνησε δύο νεκρικές προσωπογραφίες του Κασαχέμα -πολλούς μήνες αργότερα- το 1901, καθώς και δύο πένθιμες σκηνές (Θρηνωδοί και Επίκληση), ενώ το 1903 ο Κασαχέμας εμφανιζόταν ως ο Καλλιτέχνης στον αινιγματικό πίνακα του Πικάσο «Η ζωή» (La Vie).



Η Γαλάζια Περίοδος.

Μεταξύ του 1901 και των μέσων του 1904, όταν το γαλάζιο χρώμα κυριαρχούσε στους πίνακές του, ο Πικάσο πηγαινοερχόταν μεταξύ Βαρκελώνης και Παρισιού. Οι επισκέψεις του στις γυναικείες φυλακές του Σαιν-Λαζάρ στο Παρίσι το 1901-1902, που του πρόσφεραν διαθέσιμα μοντέλα και εντυπωσιακά θέματα (Η σούπα, 1902), αντικατοπτρίζονταν στις απεικονίσεις του των ανθρώπων στους δρόμους της Βαρκελώνης- τυφλών ή μοναχικών ζητιάνων και απόκληρων της κοινωνίας-το 1902-1903 (Κουλουριασμένη γυναίκα, 1902. Το φαγητό του τυφλού 1903. Ο γέρος Εβραίος και το παιδί, 1903). Το θέμα της μητρότητας το εμπνεύστηκε από τις φυλακισμένες που επιτρεπόταν να έχουν κοντά -στη φυλακή- τα μωρά τους, σε μια εποχή, που έψαχνε για υλικό, το οποίο θα εξέφραζε καλύτερα τα παραδοσιακά θέματα της ιστορίας της τέχνης σε συνάρτηση με τα καλλιτεχνικά μέσα του 20ου αιώνα.



Η εγκατάσταση στο Παρίσι.

Την άνοιξη του 1904, ο Πικάσο πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι και το έργο του αντικατοπτρίζει μια αλλαγή πνευματικής και καλλιτεχνικής πορείας. Οι άνθρωποι του τσίρκου και οι σαλτιμπάγκοι έγιναν ένα θέμα που συμμεριζόταν με το νέο και σημαντικό φίλο του, τον ποιητή Γκιγιώμ Απολιναίρ. Για τον ποιητή όσο και για τον ζωγράφο, αυτοί οι ξεριζωμένοι περιπλανώμενοι θεατρίνοι (Κορίτσι που ισορροπεί σε μπάλα, 1905. Ο ηθοποιός, 1905) θύμιζαν -κατά κάποιο τρόπο- τη θέση του καλλιτέχνη στη σύγχρονη κοινωνία. Ο Πικάσο έκανε ειδικά αυτή την ταύτιση στο έργο του «Οικογένεια σαλτιμπάγκων» (1905), όπου ο ίδιος ενσαρκώνει τον αρλεκίνο και ο Απολιναίρ τον παλικαρά (σύμφωνα με τη μαρτυρία του κοινού φίλου τους Αντρέ Σαλμόν).

Η προσωπική ζωή του Πικάσο άλλαξε και αυτή στα τέλη του 1904, όταν έγινε ερωμένη του η Φερνάντ Ολιβιέ. Η παρουσία της του ενέπνευσε πολλά έργα στα χρόνια που οδηγούσαν στον Κυβισμό, ιδίως στη διάρκεια του ταξιδιού τους στο Γκοζόλ (Γυναικείο κεφάλι, 1909) και πολλών ζωγραφικών έργων συνδεόμενων με αυτό (Γυναίκα με αχλάδια, 1909).

Το χρώμα δεν «πήγαινε» ποτέ εύκολα στον Πικάσο, που επέστρεψε σε μια γενικά πιο ισπανική (δηλαδή μονοχρωματική) παλέτα. Οι τόνοι της Γαλάζιας Περιόδου αντικαταστάθηκαν από τα τέλη του 1904 ως το 1906- κατά τη λεγόμενη Ρόδινη Περίοδο- από τα κεραμικά χρώματα, τις αποχρώσεις της σάρκας και τους γήινους τόνους (Το χαρέμι, 1906). Ο Πικάσο φαίνεται να δούλευε με το χρώμα στην προσπάθειά του να προσεγγίσει τη γλυπτική μορφή, ιδίως το 1906 (Δύο Γυμνά. Ο καλλωπισμός). Το έργο του «Προσωπογραφία της Γερτρούδης Στάιν» (1906) δείχνει αυτή την εξέλιξη, καθώς και την επιρροή της ανακάλυψης από μέρους του της πρωτόγονης ιβηρικής γλυπτικής.

 Γύρω στα τέλη του 1906 ο Πικάσο άρχισε να δουλεύει σε μια μεγάλη σύνθεση που κατέληξε στις «Δεσποινίδες της Αβινιόν» (1907). Η βίαιη απόδοση του γυναικείου σώματος και τα ζωγραφισμένα σα μάσκες πρόσωπα (επηρεασμένα από την σπουδή της αφρικανικής τέχνης) έχουν προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Μολαταύτα, το έργο βασιζόταν σταθερά στην παράδοση της ιστορίας της τέχνης: ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τον Ελ Γκρέκο συνέβαλε στη διάσπαση του χώρου και στις εκφραστικές χειρονομίες των μορφών, ενώ η όλη σύνθεση όφειλε πολλά στις «Λουόμενες του Σεζάν», όσο και στις σκηνές από χαρέμια του Ενγκρ. Οι «δεσποινίδες», όμως, που ονομάστηκαν έτσι από το φίλο του Πικάσο Μαξ Ζακόμπ-που έμενε στην οδό Αβινιόν της Βαρκελώνης, όπου οι ναύτες έβρισκαν λαϊκά πορνεία- θεωρήθηκαν ως σκανδαλώδεις και άμεση προσβολή: οι γυναίκες δεν ήταν συμβατικές απεικονίσεις της ομορφιάς, αλλά πόρνες που προκαλούσαν αυτή ακριβώς την ιστορική παράδοση που τις είχε γεννήσει. Μολονότι την εποχή εκείνη είχε ήδη τους συλλέκτες του ( Λέο και Γερτρούδη Στάιν, τον Ρώσο έμπορο Σεργκέι Στσούκιν και έναν έμπορο έργων τέχνης τον Ντανιέλ-Ανρί Κανβαιλέρ), ο Πικάσο προτίμησε να διπλώσει τον μουσαμά με τις «Δεσποινίδες» και να τον κρατήσει κρυμμένο για πολλά χρόνια.

Το 1908 οι επηρεασμένες από την αφρικανική τέχνη γραμμώσεις και τα σαν μάσκες κεφάλια έδωσαν τη θέση τους σε μια τεχνική που εμπεριείχε στοιχεία, τα οποία ο ίδιος και ο νέος φίλος του Ζωρζ Μπρακ είχαν ανακαλύψει στο έργο του Σεζάν, όπως τον αβαθή χώρο και την χαρακτηριστική επίπεδη πινελιά, που είναι ιδιαίτερα εμφανή στα έργα του Πικάσο το 1909. Νεκρές φύσεις, επηρεασμένες από τον Σεζάν, έγιναν επίσης σημαντικό θέμα για πρώτη φορά στην καλλιτεχνική σταδιοδρομία του Πικάσο.



Κυβισμός.



Ο Πικάσο και ο Μπρακ δούλεψαν μαζί τα επόμενα χρόνια (1909-1912)- τη μόνη περίοδο που ο Πικάσο συνεργάστηκε τόσο στενά με άλλο ζωγράφο- και διαμόρφωσαν την τεχνοτροπία που έμελλε να γίνει γνωστή ως «Αναλυτικός Κυβισμός». Οι πρώιμοι κυβιστικοί πίνακες είχαν συχνά παρεξηγηθεί από κριτικούς και θεατές γιατί τους θεωρούσαν απλώς και μόνο γεωμετρική τέχνη. Εν τούτοις, οι ίδιοι οι ζωγράφοι πίστευαν ότι απεικόνιζαν ένα νέο είδος πραγματικότητας που έσπαζε τους δεσμούς με την αναγεννησιακή παράδοση, ιδιαίτερα στους τομείς της προοπτικής και της οπτικής απάτης. Έδειχναν, για παράδειγμα, πολλαπλές όψεις ενός αντικειμένου στον ίδιο πίνακα, για να δώσουν περισσότερες πληροφορίες από όσες θα μπορούσαν να περιληφθούν σε μία μοναδική, περιορισμένη ιλουζιονιστική άποψη (ψευδαισθητισμός).

Όπως το είδε ο Κανβαιλέρ, ο Κυβισμός σήμαινε το άνοιγμα της κλειστής φόρμας με την «ανά-παράσταση» του  σχήματος των αντικειμένων και της θέσης τους στο χώρο, αντί της μίμησής τους με τα ιλουζιονιστικά μέσα, και η αναλυτική μέθοδος που διασπούσε τα αντικείμενα και το χώρο, το φως και τη σκιά και αυτό ακόμη το χρώμα. Παρομοιαζόταν από τον Απολιναίρ με τον τρόπο που ο χειρούργος ανατέμνει ένα πτώμα. Ο τύπος αυτός της ανάλυσης αρχίζει να χαρακτηρίζει το έργο του Πικάσο από το 1909, ιδίως στα τοπία που ζωγράφισε στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Ισπανία εκείνο το καλοκαίρι (Εργοστάσιο στο Ορντά ντε Έμπρο). Ακολούθησε το 1910 μια σειρά από ερμητικές προσωπογραφίες (Αμπρουάζ Βολάρ, Ντανιέλ-Ανρί Κανβαιλέρ) και στους πίνακές του με καθιστές μορφές (1911-1912), που παίζουν συνήθως κάποιο μουσικό όργανο (Ο ακορντεονίστας, 1911), ο Πικάσο δημιουργεί ένα σύμπλεγμα μορφών, αντικειμένων και χώρων. Η παλέτα του περιορίστηκε για άλλη μια φορά σε μονοχρωματικές ώχρες, καφετιά και γκρίζα.

Ούτε ο Μπρακ, ούτε ο Πικάσο επιθυμούσαν στα κυβιστικά έργα τους να μετακινηθούν στη σφαίρα της πλήρους αφαίρεσης, μολονότι είχαν σιωπηρά αποδεχτεί ορισμένες ανακολουθίες, όπως διαφορετικές απόψεις, διαφορετικούς άξονες και διαφορετικές πηγές φωτός στον ίδιο πίνακα. Επιπλέον, η συμπερίληψη αφηρημένων και παραστατικών στοιχείων στο ίδιο εικονογραφικό επίπεδο οδήγησε και τους δύο καλλιτέχνες στην επανεξέταση της σημασίας των δυσδιάστατων στοιχείων, όπως ήταν, για παράδειγμα, τα τυπογραφικά στοιχεία των εφημερίδων. Και το σχήμα του πίνακα που χρησιμοποιούσαν οι Κυβιστές- όπως λ.χ. το οβάλ- επαναπροσδιόριζε τα όρια του έργου, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι σε ένα κυβιστικό έργο ο ίδιος πίνακας αποτελεί τον πραγματικό χώρο.


Κολάζ.
Από το 1912 ο Πικάσο και ο Μπρακ κολλούσαν πραγματικό χαρτί (papier colle) και άλλα υλικά (κολάζ) στους πίνακές τους, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα την κυβιστική αντίληψη ότι, δηλαδή, το έργο αποτελούσε αυτοδύναμη και αυτοτελή μονάδα.

Η συνθετική αυτή φάση (1912-1914) έφερε και την επαναχρησιμοποίηση του χρώματος, ενώ τα πραγματικά υλικά είχαν συχνά μία βιομηχανική αναφορά (π.χ. σταμπωτό χαρτί ταπετσαρίας). Νεκρές φύσεις και ενίοτε, κεφάλια ήταν τα κύρια θέματα και των δύο καλλιτεχνών. Και στον Πικάσο οι πολλαπλές αναφορές που ενυπάρχουν στα συνθετικά έργα του- για παράδειγμα, καμπύλες αναφερόμενες σε κιθάρες και σε αφτιά- εισάγουν ένα στοιχείο παιχνιδιού που χαρακτηρίζει έναν μεγάλο αριθμό έργων του («Σπουδαστής με αυλό», 1913)και υπαινίσσονται ότι το ένα πράγμα μεταμορφώνεται σε ένα άλλο.

picasso_06Το «Ποτήρι για αψέντι» (1914, έξι παραλλαγές), λ.χ., είναι εν μέρει γλυπτική (χυτός μπρούντζος) εν μέρει κολάζ (ένα αληθινό σουρωτήρι ζάχαρης έχει κολληθεί στο επάνω μέρος) και εν μέρει ζωγραφική (νεοεμπρεσιονιστικές πινελιές καλύπτουν επίπεδα λευκού χρώματος). Αλλά το έργο δεν είναι ούτε γλυπτική, ούτε κολάζ, ούτε ζωγραφική, τα επίπεδα παραπέμπουν στο δυσδιάστατο, ενώ το αντικείμενο στην πραγματικότητα έχει τρεις διαστάσεις. Έτσι, το έργο τέχνης αιωρείται μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης.

Το 1915 η ζωή του Πικάσο είχε αλλάξει, όπως άλλωστε, κατά κάποιον τρόπο, και η κατεύθυνση της τέχνης του. στα τέλη της χρονιάς αυτής η αγαπημένη του Εύα πέθανε, και το έργο του, που επεξεργαζόταν στη διάρκεια της αρρώστιας της («Αρλεκίνος», 1915. Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Νέα Υόρκη) μαρτυρεί τη θλίψη του (ένας μισοαρλεκίνος, μισοπιερότος καλλιτέχνης μπροστά σε ένα τρίποδο κρατάει έναν ανολοκλήρωτο πίνακα σε μαύρο φόντο).



«Η Παρέλαση».

Η κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου διασκόρπισε τον κύκλο του Πικάσο. Ο Απολιναίρ, ο Μπρακ και άλλοι έφυγαν για το μέτωπο, ενώ οι περισσότεροι Ισπανοί συμπατριώτες του Πικάσο επέστρεψαν στην ουδέτερη πατρίδα τους. Ο Πικάσο παρέμεινε στη Γαλλία και από το 1916 η φιλία του με τον συνθέτη Ερίκ Σατί τον εισήγαγε σε έναν νέο πρωτοποριακό κύκλο που παρέμεινε σε δράση κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Ο αυτοδιορισμένος αρχηγός αυτού του πυρήνα των ταλέντων, που σύχναζαν στο Καφέ ντε λα Ροτόντ, ήταν ο νεαρός ποιητής Ζαν Κοκτώ. Η ιδέα του να οργανώσει ένα θεατρικό γεγονός κατά τη διάρκεια του πολέμου σε συνεργασία με τα Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ κατέληξε στο ανέβασμα της «Παρέλασης» (Parade), ενός έργου που αναφερόταν στην επίδειξη ενός τσίρκου και συμπεριλάμβανε εικόνες του νέου αιώνα, όπως ουρανοξύστες και αεροπλάνα. Ο Κοκτώ απευθύνθηκε στον Σατί για τη μουσική και μετά στον Πικάσο για τα σκηνικά και τα κοστούμια. Οι εργασίες άρχισαν το 1917, και μολονότι ο Πικάσο αντιπαθούσε έντονα τα ταξίδια, συμφώνησε να μεταβούν με τον Κοκτώ στη Ρώμη, όπου συνάντησαν τον Ντιαγκίλεφ και τον χορογράφο της «Παρέλασης» Λεονίντ Μασίν. Εκεί ο Πικάσο γνωρίστηκε και με τη μέλλουσα σύζυγό του, την χορεύτρια Όλγα Κοκλόβα.

Η «Παρέλαση» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Μάιο του 1917 στο Τεάρτ ντυ Σατελέ στο Παρίσι, όπου θεωρήθηκε ως προσπάθεια υπονόμευσης της ενότητας της γαλλικής κουλτούρας. Ο Σατί φαίνεται πως απετέλεσε τον κύριο στόχο των ύβρεων (εν μέρει επειδή είχε συμπεριλάβει στη μουσική του έργου ήχους από προπέλες αεροπλάνων και γραφομηχανών), ενώ ο Πικάσο αφόπλισε το κοινό με την αντίθεση ανάμεσα στα ρεαλιστικά, κατά βάση, σκηνικά και στις εντυπωσιακές δημιουργίες Συνθετικού Κυβισμού στα κοστούμια των χορευτών.


Το νέο μεσογειακό πνεύμα.
Μετά τα ταξίδια του στην Ιταλία και ένα ταξίδι πίσω στη Βαρκελώνη το 1917 (η «Παρέλαση» ανέβηκε εκεί τον Νοέμβριο), ένα νέο μεσογειακό πνεύμα γίνεται αισθητό στα έργα του Πικάσο, ιδίως στη χρήση κλασσικών μορφών και σχεδιαστικών μεθόδων. Το πνεύμα αυτό ενισχύθηκε από μία συνειδητή αναπόληση στο έργο του Ενγκρ (π.χ. στις σχεδιαστικές προσωπογραφίες του Ζακόμπ και του Βολάρ, που φιλοτέχνησε ο Πικάσο το 1915) και του όψιμου Ρενουάρ. Ακόμη και ο Κυβισμός του Πικάσο επηρεάστηκε. Αποσαφηνίζοντας επίπεδα, φόρμες και χρώμα, ο καλλιτέχνης προσέδωσε στα κυβιστικά έργα του μια κλασσική έκφραση (νεκρές φύσεις του Σαιν-Ραφαέλ, 1919, δύο παραλλαγές των «Τριών μουσικών», 1921).

Ο μόνος νόμιμος γιός του Πικάσο, ο Πάουλο, γεννήθηκε το 1921. Με το νέο γόητρο που του προσέδιδε η εύνοια της υψηλής κοινωνίας (ενθαρρυνόμενος ιδίως από τη γυναίκα του και τον Ζαν Κοκτώ) ο Πικάσο συνέχισε τη συνεργασία του με τα Ρωσικά Μπαλέτα και φιλοτέχνησε τα σκηνικά για τα μπαλέτα «Τρίκωχο καπέλο» (1919) του Μανουέλ ντε Φάλια, «Πουλτσινέλα» (1920) του Ίγκορ Στραβίνσκυ, «Τέσσερα φλαμένκο» (1921) του Ντε Φάλια και «Ερμής» (1924) του Σατί. Ο Αντρέ Μπρετόν αποκάλεσε τα σκηνικά του Πικάσο για το μπαλέτο αυτό «τραγικά παιχνίδια για ενηλίκους», φιλοτεχνημένα στο πνεύμα του Σουρεαλισμού.



Σουρεαλισμός.
Μολονότι ο Πικάσο δεν έγινε ποτέ το επίσημο μέλος της ομάδας, είχε στενές σχέσεις με το σημαντικότατο καλλιτεχνικό κίνημα του Μεσοπολέμου, τον Σουρεαλισμό. Το σουρεαλιστικό κατεστημένο, συμπεριλαμβανομένου του κύριου προπαγανδιστή του Αντρέ Μπρετόν, τον διεκδικούσε ως μέλος του και η τέχνη του Πικάσο απέκτησε μία νέα διάσταση από την επαφή του με τους Σουρεαλιστές φίλους του, ιδιαίτερα τους συγγραφείς. Στο έργο του Πικάσο, από την εποχή ήδη των «Δεσποινίδων της Αβινιόν», ενυπήρχαν πολλά από τα στοιχεία που προέβαλε ο επίσημος κύκλος των Σουρεαλιστών. Η δημιουργία τεράτων λ.χ., φανερώνει πως μπορούσε ασφαλώς να γίνει από ζωγράφος γλύπτης, με ανήσυχες παραθέσεις και διασπασμένα περιγράμματα της ανθρώπινης μορφής στα κυβιστικά έργα. Ο Μπρετόν επισήμανε ειδικά την περίεργη «Γυναίκα με το πουκάμισο» (1913). Επιπλέον, η ιδέα της ερμηνείας ενός πράγματος βάσει κάποιου άλλου, ιδέα που εμπεριείχε ο Συνθετικός Κυβισμός, έμοιαζε να συμπίπτει με τις ονειρικές εικόνες που προέβαλαν οι Σουρεαλιστές.

Οι πολλές παραλλαγές του θέματος των λουομένων με τις απροκάλυπτα σεξουαλικές και παραμορφωμένες φιγούρες (σειρά Ντινάρ, 1929) δείχνουν καθαρά την έντονη επίδραση του Σουρεαλισμού, ενώ σε άλλα έργα ο αντίκτυπος της παραμόρφωσης στα συναισθήματα του θεατή μπορεί επίσης να ερμηνευτεί ως εκπλήρωση ενός από τους ψυχολογικούς στόχους του Σουρεαλισμού (σχέδια και ζωγραφικά έργα με θέμα τη «Σταύρωση», 1930-1935). Στη δεκαετία του 1930 ο Πικάσο, όπως πολλοί από τους Σουρεαλιστές συγγραφείς, έπαιζε συχνά με την ιδέα της μεταμόρφωσης. Η εικόνα του μινώταυρου, π.χ. που εκ παραδόσεως θεωρείται ως η ενσάρκωση της πάλης μεταξύ του ανθρώπινου και του κτηνώδους, γίνεται στο έργο του Πικάσο όχι μόνο μια ανάκληση (στη μνήμη) της ιδέας αυτής, αλλά και ένα είδος αυτοπροσωπογραφίας.

Τελικά, ο Σουρεαλισμός του Πικάσο εκφράστηκε πιο έντονα στην ποίησή του. Άρχισε να γράφει ποιήματα το 1934, και για έναν χρόνο, από τον Φεβρουάριο του 1935 ως την Άνοιξη του 1936, ο Πικάσο εγκατέλειψε σχεδόν τη ζωγραφική. Συλλογές ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν στα Cahiers d’ Art (1935) και στην La Caceta de Arte (1936, Τενερίφη). Μερικά χρόνια αργότερα έγραψε του σουρεαλιστικό θεατρικό έργο «Ο πόθος πιασμένος από την ουρά» (Le desir attrape par la queue, 1941).



Γλυπτική.

Η φήμη του Πικάσο ως σημαντικού γλύπτη του 20ου αιώνα διαδόθηκε μόνο μετά το θάνατό του, επειδή είχε φυλάξει τα περισσότερα γλυπτά του στην προσωπική του συλλογή. Από το 1928, ο Πικάσο είχε αρχίσει να δουλεύει με σίδερο και μεταλλικά ελάσματα στο ατελιέ του Χούλιο Γκονζάλες στο Παρίσι. Έπειτα, το 1931, με την καινούργια ερωμένη του, την Μαρί-Τερέζ Βαλτέρ, εγκατέλειψε τη σύζυγό του και εγκαταστάθηκε σε ένα εξοχικό σπίτι στο Μπουαζελού, όπου διέθετε χώρο για εργαστήρια γλυπτικής. Εκεί, με μούσα του την Μαρί-Τερέζ, ο Πικάσο επιδόθηκε στη φιλοτέχνηση μεγάλης κλίμακας γύψινων κεφαλιών. Επιδόθηκε, επίσης, στη δημιουργία αντικειμένων (objets trouves) και μέχρι τα τέλη της ζωής του εξακολουθούσε να φιλοτεχνεί γλυπτά με διάφορα υλικά.



Η δεκαετία του 1930.




Η ήρεμη απομόνωσή του με την- χωρίς απαιτήσεις- Μαρί-Τερέζ ερχόταν σε αντίθεση με την πολυτάραχη ζωή του κοντά στην Όλγα και στον μικροαστικό κύκλο των κοσμικών φίλων της. Στο Μπουαζελού ο Πικάσο συζούσε φανερά με τη Μαρί-Τερέζ (με την οποία απέκτησε και μία κόρη, τη Μάγια, το 1935), που υπήρξε το μοντέλο του για τους συχνά λυρικούς, ενίοτε ερωτικούς πίνακές του, στους οποίους συνδύαζε έντονα χρώματα με ρευστές φόρμες («Νέα στον καθρέφτη», 1932).

Ο Πικάσο δεν διέκοπτε ποτέ εντελώς τις σχέσεις του με τις γυναίκες που είχαν κάποτε μοιραστεί τη ζωή του, όταν μία νέα ερωμένη συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του. Αυτό είναι φανερό στο έργο του, όπου η μία ερωμένη συχνά μετατρέπεται σε άλλη, λ.χ. σε ένα προσωπικό σχεδιαστικό λεύκωμα (αριθ.99, 1929). Τα προσωπογραφικά σχέδια του Πικάσο προδίδουν τη διπλή ζωή του, γιατί οι απεικονίσεις της -κρυφής τότε- ερωμένης του εξελίσσονται σε φρικιαστικές εικόνες από κραυγάζουσες Όλγες. Και το 1936, ενώ δεν είχε πάψει να δίνει χρήματα και να ενδιαφέρεται τόσο για την Όλγα όσο και για τη Μαρί-Τερέζ, ο Πικάσο επέστρεψε στο Παρίσι και άρχισε να συζεί με την Γιουγκοσλάβα φωτογράφο Ντόρα Μάαρ.

Η αλλαγή αυτή στη ζωή του συνέπεσε με μια περίοδο προσωπικής απασχόλησής του με τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, που είχε αρχίσει τη χρονιά εκείνη.

Μολονότι ο Πικάσο δεν ξαναγύρισε ποτέ στη γενέτειρα χώρα του μετά από μια επίσκεψή του εκεί το 1934, συμπονούσε πάντα την Ισπανία (η βραχύβια δημοκρατική κυβέρνηση τον διόρισε επίτιμο διευθυντή του Πράδο) και στις αρχές του 1937 φιλοτέχνησε μία σειρά από χαλκογραφίες και ακουατίντες (Όλγες και απάτη του Φράνκο) για να πουληθούν προς ενίσχυση των σκοπών των δημοκρατικών συμπατριωτών του. Η κύρια συμβολή του ήταν, ασφαλώς, η τοιχογραφία της «Γκουέρνικα» (από την ομώνυμη βασική πόλη που βομβαρδίστηκε το 1937 από τους Φασίστες), την οποία του είχε αναθέσει η Δημοκρατική κυβέρνηση για το ισπανικό περίπτερο της Παγκόσμιας Έκθεσης του Παρισιού το 1937.

Ως ανταμοιβή χορηγήθηκε στον Πικάσο ένα ατελιέ στο Παρίσι (στη Ρυ ντε Γκραν-Ωγκυστέν), αρκετά μεγάλο για να χωράει το πελώριο έργο (3,49 Χ 7,77  μέτρα). Η Ντόρα Μάαρ συνεργάστηκε για να ολοκληρωθεί στην τελική του μορφή, που πραγματοποιήθηκε σε τρεις περίπου εβδομάδες. Η εικονογραφία της «Γκουέρνικα» -το ξεκοιλιασμένο άλογο, ο πεσμένος στρατιώτης και οι μητέρες που ουρλιάζουν με τα νεκρά μωρά (που απεικονίζουν την ταυρομαχία, τον πόλεμο και τα γυναικεία θύματα, αντίστοιχα)- χρησιμοποιήθηκε για να καταδικάσει την άσκοπη καταστροφή της ζωής, ενώ συγχρόνως ο ταύρος απεικόνιζε την ελπίδα συντριβής του αόρατου εισβολέα, του Φασισμού.



Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και μετά.

Ο Εξπρεσιονισμός που χαρακτήριζε τις φόρμες και τις χειρονομίες στη βασικά μονοχρωματική σύνθεση της Γκουέρνικα αναπτύσσεται και σε άλλα έργα του Πικάσο, ιδίως στις παραλλαγές με τα έντονα χρώματα της «Γυναίκας που κλαίει» (1937), καθώς και στα σχετικά χαρακτικά και σχέδια, στις προσωπογραφίες της Ντόρα Μάαρ και της Νυς Ελυάρ (συζύγου του φίλου του ποιητή Πωλ Ελυάρ), και σε νεκρές φύσεις (Νεκρή φύση με κόκκινο κεφάλι ταύρου, 1938). Τα έργα αυτά οδήγησαν στα κλειστοφοβικά εσωτερικά και τα σαν νεκροκεφαλές σχέδια (σχεδιαστικό λεύκωμα αριθ. 110, 1940) των χρόνων του πολέμου, που ο Πικάσο πέρασε στη Γαλλία μαζί με την Ντόρα Μάαρ και τον Χάιμε Σαμπαρτές, φίλο του από τα σπουδαστικά του χρόνια στη Βαρκελώνη. Στη συνέχεια ο Σαμπαρτές μοιράστηκε τη ζωή του Πικάσο ως γραμματέας, βιογράφος και σύντροφος («Προσωπογραφία  Χάιμε Σαμπαρτές», 1939, «Επιστροφή από τις Βρυξέλλες», σχεδιαστικό λεύκωμα, αριθ. 137, 1956).

Μετά τον πόλεμο ο Πικάσο ξανάρχισε να εκθέτει έργα του που περιλάμβαναν ζωγραφικούς πίνακες και γλυπτά, καθώς και λιθογραφίες και κεραμικά. Στο Φθινοπωρινό Σαλόν του 1944 («Σαλόν της Απελευθέρωσης»), οι πίνακες του Πικάσο και τα γλυπτά του της περασμένης πενταετίας προκάλεσαν σοκ. Το γεγονός αυτό, μαζί με την αναγγελία της πρόσφατης προσχώρησής του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, οδήγησε σε εκδηλώσεις εναντίον των πολιτικών του επιλογών, στην ίδια τη γκαλερί. Την ίδια εποχή ο Πικάσο άνοιξε το ατελιέ του σε πολλούς νέους και παλιούς φίλους του συγγραφείς και καλλιτέχνες, όπως ήταν ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Πιέρ Ρεβερντύ, ο Πωλ Ελυάρ κ.ά.

Ήδη το 1943 μια νεαρή ζωγράφος, η Φρανσουάζ Ζιλό, είχε εμφανιστεί στο ατελιέ του και μέσα σε μερικούς μήνες έγινε η διάδοχος της Ντόρα Μάαρ. Το 1946 ο Πικάσο εγκαταστάθηκε στις ακτές της Μεσογείου με τη Ζιλό (με την οποία επρόκειτο να αποκτήσει δύο παιδιά, τον Κλωντ το 1947 και την Παλόμα το 1949). Αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Αντίμπ, όπου ο Πικάσο πέρασε τέσσερις μήνες ζωγραφίζοντας στον Πύργο Γκριμάλντι («Η χαρά της ζωής», 1946).

Τα ζωγραφικά του έργα αυτής της περιόδου και τα κεραμικά που διακόσμησε στο ατελιέ του γειτονικού Βαλωρίς, αρχίζοντας από το 1947, εκφράζουν έντονα την αίσθηση ταύτισης του Πικάσο με την κλασική παράδοση και τις μεσογειακές ρίζες του. εξυμνούν επίσης την καινούργια ευτυχία που είχε βρει πλάι στη Ζιλό, η οποία απεικονίζεται συχνά ως Νύμφη ανάμεσα στους Φαύνους και τους Κενταύρους του Πικάσο.



Κεραμικά.
Τα κεραμικά του Πικάσο ταξινομούνται συνήθως ξέχωρα από τον υπόλοιπο όγκο του έργου του και θεωρούνται ως λιγότερο σημαντικά, επειδή εκ πρώτης όψεως φαίνονται σαν μια κάπως επιπόλαιη άσκηση διακόσμησης καθημερινών αντικειμένων. Πιάτα, κανάτια και βάζα, φτιαγμένα κατά βάση από αγγειοπλάστες του Βαλωρίς, αναπλάθονταν ή ζωγραφίζονταν, αυλακώνονταν, χαράσσονταν ή σημαδεύονταν με δαχτυλιές. Δουλεύοντας ως τεχνίτης, ο Πικάσο διακατεχόταν από ένα αίσθημα απελευθέρωσης, πειραματιζόμενος με το παιχνίδι ανάμεσα στο διάκοσμο και στη φόρμα (ανάμεσα στις δύο και στις τρεις διαστάσεις) και ανάμεσα στο προσωπικό και στο καθολικό νόημα.

Κατά την περίοδο αυτή η φήμη του Πικάσο προσείλκυε όλο και περισσότερους επισκέπτες, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν καλλιτέχνες και συγγραφείς, μερικοί από τους οποίους (Ελέν Αρμελέν, Εντουάρ Πινιόν Ελυάρ και ιδίως ο Λουί Αραγκόν), ενθάρρυναν τον Πικάσο να αναμιχθεί περισσότερο στην πολιτική.

Μολονότι συνέβαλλε πρόθυμα με σχέδια (το περιστέρι του χρησιμοποιήθηκε για την αφίσα του Συνεδρίου για την Παγκόσμια Ειρήνη στο Βρίκλαβ της Πολωνίας, το 1949), δεν το έκανε τόσο από προσωπική δέσμευση απέναντι στους Κομμουνιστές, όσο από την ειλικρινή και ισόβια συμπάθειά του για κάθε ομάδα καταπιεσμένων ανθρώπων.

Ο «Πόλεμος» και η «Ειρήνη», δύο πανό που ζωγράφισε το 1952, για την διακόσμηση του Ναού της Ειρήνης, προσαρτημένου σε ένα παλιό παρεκκλήσι του Βαλωρίς, αντανακλούν την προσωπική αισιοδοξία του Πικάσο στα χρόνια εκείνα.



Ο μύθος του Πικάσο.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μια μυθική αίγλη άρχισε να περιβάλλει το όνομα του Πικάσο και κατά τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του το έργο του είχε, κατά κάποιο τρόπο, ξεπεράσει την κριτική. Μολονότι ελάχιστοι τεχνοκρίτες φάνηκαν ικανοί να παρακολουθήσουν το τελευταίο έργο του, λίγοι ήταν και όσοι τον επέκριναν.

Εξαίρεση αποτελεί ο Άγγλος κριτικός Τζων Μέργκερ («Η επιτυχία και η αποτυχία του Πικάσο», “The Success and Failure of Picasso” 1965), που έθεσε θέμα για τα οικονομικά κίνητρα του Πικάσο και αναρωτήθηκε για την πληθωρική δημόσια φήμη του. Η τεράστια καλλιτεχνική παραγωγή του Πικάσο (ιδίως σε χαρακτικά και σχέδια) κρατούσε συνεχώς το όνομά του στο προσκήνιο, μολονότι το έργο του έμοιαζε τότε να μην ακολουθεί το κύριο ρεύμα της ανεικονικής τέχνης.

Το 1953 η Φρανσουάζ Ζιλό με τα δύο παιδιά τους εγκατέλειψε τον Πικάσο, ο οποίος έζησε πολλά χρόνια ως εργένης, μοιράζοντας τον καιρό του ανάμεσα στο Παρίσι και στο σπίτι του κοντά στις Κάνες. Το 1954 γνώρισε τη Ζακλίν Ροκ, που δούλευε στο εργαστήριο αγγειοπλαστικής του Βαλωρίς, και ο γάμος τους έγινε το 1961. Αυτή έγινε ,όχι μόνο η μόνιμη συνοδός του, αλλά και ως μούσα του υπήρξε το κυριότερο μοντέλο και πηγή έμπνευσης όλων σχεδόν των όψιμων έργων του. Έχουν ταφεί και οι δύο στον Πύργο του Βενεβάργκ, τον οποίο είχε αγοράσει ο Πικάσο το 1958. Αλλά τα χρόνια που μεσολάβησαν από το γάμο τους ως το θάνατο του Πικάσο τα πέρασαν στο Μουζέν.



Ιστορία της τέχνης.
Στο όψιμο έργο του ο Πικάσο στράφηκε επανειλημμένα στην ιστορία της τέχνης για να αντλήσει τα θέματά του. Ένιωθε κατά καιρούς βασανιστική την ανάγκη δημιουργίας παραλλαγών πάνω στα έργα και- στους πίνακες της περιόδου αυτής-, γίνεται αναφορά σε καλλιτέχνες όπως ο Αλτντόρφερ, Μανέ, Ρέμπραντ, Ντελακρουά και Κουρμπέ. Επανειλημμένα ο Πικάσο φιλοτέχνησε πλήρη σειρά παραλλαγών πάνω σε ένα συγκεκριμένο έργο, με διασημότερη ίσως τη σειρά του για τις «Δεσποινίδες των τιμών» (Las Meninas) του Βελάσκεθ αποτελούμενη από 58 χωριστές εικόνες. Κατά καιρούς, ο Πικάσο ξαναδούλευε ένα συγκεκριμένο έργο γιατί ταυτιζόταν προσωπικά μαζί του.

Τον γοήτευε, λ.χ., το έργο του Ντελακρουά «Γυναίκες του Αλγερίου», γιατί η μορφή στα δεξιά έμοιαζε με τη γυναίκα του. συχνότερα έμοιαζε να παρακινείται από την πρόκληση να αποδώσει εκ νέου, με τον δικό του τρόπο, τα περίπλοκα ζωγραφικά και αφηγηματικά προβλήματα που οι παλαιότεροι είχαν αρχικά θέσει στον εαυτό τους. Κατά κάποια έννοια, ο Πικάσο καταχώριζε τον εαυτό του στην ιστορία της τέχνης λόγω αυτής της ιδιότυπης σχέσης του με πολλούς από τους προκατόχους του.

Υπάρχει μία ανανεωμένη αίσθηση παιχνιδιού στο έργο των μεταγενέστερων χρόνων του Πικάσο. Μεταμόρφωσε αχνάρια (κομμένα σε χαρτί) σε μνημειακά γλυπτά και στην ταινία του Κλουζό «Το μυστήριο Πικάσο» (1955), ο καλλιτέχνης, ο μόνος πρωταγωνιστής, συμπεριφέρεται ως ταχυδακτυλουργός, που εκτελεί «τρυκ» με το φως όσο και με το πινέλο του. Και τελικά, όπως ακριβώς στρεφόταν στους πίνακες των παλαιότερων δασκάλων, για να αναπλάσει τα έργα τους σε πολλές παραλλαγές, έτσι ξαναγύριζε και στα δικά του παλαιότερα έργα, ωθούμενος από την ίδια παρόρμηση.

Το τσίρκο και το ατελιέ του καλλιτέχνη έγιναν για άλλη μια φορά η σκηνή για τους χαρακτήρες του, ανάμεσα στους οποίους τοποθετούσε συχνά τον εαυτό του απεικονιζόμενο ως γηραιό ακροβάτη ή βασιλιά.

Ο Πικάσο πέθανε στο Μουζέν της Γαλλίας, σε ηλικία 91 χρόνων, στις 8 Απριλίου του 1973.



Γενική αποτίμηση.
Επειδή η τέχνη του Πικάσο ήδη από την εποχή των «Δεσποινίδων της Αβινιόν» είχε ριζοσπαστικό χαρακτήρα, δεν υπάρχει σχεδόν καλλιτέχνης του 20ου αιώνα που να μη δέχτηκε την επίδρασή του. Επιπλέον, ενώ άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο Ματίς ή ο Μπρακ, είχαν την τάση να παραμείνουν μέσα στα όρια της τεχνοτροπίας που διαμόρφωσαν κατά τη νεανική τους ηλικία, ο Πικάσο συνέχισε να είναι νεωτεριστής μέχρι την τελευταία δεκαετία της ζωής του όσο και μετά. Και μόλις κατά την δεκαετία του 1980 άρχισαν οι τελευταίοι πίνακές του να εκτιμούνται. Επειδή ο Πικάσο ήταν σε θέση, ήδη, από τη δεκαετία του 1920 να πουλάει έργα του σε πολύ υψηλές τιμές, μπορούσε να κρατάει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στην προσωπική συλλογή του. Όταν πέθανε είχε στην κατοχή του 50.000 περίπου έργα σε διάφορα υλικά από κάθε περίοδο της σταδιοδρομίας του, που περιήλθαν στην ιδιοκτησία του γαλλικού κράτους και των κληρονόμων του. Η έκθεση και η δημοσίευσή τους ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο τη μεγάλη εκτίμηση για τις εκπληκτικές δυνάμεις επινοητικότητας και εκτέλεσης, που χαρακτήριζαν το έργο του Πικάσο για ένα χρονικό διάστημα πάνω από 80 χρόνια.



ΠΗΓΗ

Η ΑΡΑΧΝΗ



Η ΑΡΑΧΝΗ

Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ ζοῦσε μιὰ κόρη' ποὺ τὴν ἔλεγαν Ἀράχνη. ῏Ηταν  ψηλή'  περήφανη' κι ἐπιτήδεια  σὲ  ὅλες τὶς δουλειές. Μιὰ  ἐργασία  ὅμως προτιμοῦσε περισσότερο ἀπ᾽ ὅλες. Σκυμμένη στὸν ἀργαλειό της' ὅλη μέρα ὕφαινε. Μόνη της ἔκλωθε τὸ νῆμα' ψιλὸ καὶ γυαλιστερό' ἔπειτα τὸ τέντωνε στὸ τελάρο κι ἄρχιζε τὴ  δουλειά. Γοργὰ καὶ ἐπιτήδεια  τὰ λεπτά  της δάχτυλα  πετοῦσαν τὴ σαΐτα'  καὶ στὰ χέρια της γίνονταν ἀριστουργήματα. Χαμογελώντας περνοῦσε τὸ χέρι ἀπάνω στὸ μαλακὸ ὕφασμα καὶ χαιρόταν τὴν ὀμορφιά του.
Σὰν ἐκείνη καμιὰ γυναίκα δὲν ὕφαινε!
Τὸ ἤξερε καὶ τὸ εἶχε καμάρι καὶ μιὰ μέρα εἶπε:
- Κανένας δὲ  μὲ  περνᾶ στὴν τέχνη  μου' οὔτε ἄνθρωπος οὔτε θεός· κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ μεγάλη Ἀθηνᾶ!
Τὸ ἄκουσε ἡ Ἀθηνᾶ' καὶ πολὺ τῆς βαρυφάνηκε. ᾽Εκείνη εἶχε μάθει τὶς γυναῖκες νὰ ὑφαίνουν' καὶ τώρα ἔβγαινε ἕνα θνητὸ κορίτσι' ποὺ τολμοῦσε νὰ πῆ τέτοιο λόγο;
Ντύθηκε γριὰ γυναίκα  καὶ κατέβηκε  στὴ γῆ· Ἀπὸ  τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα τῆς Ἀράχνης. ἔβλεπε τὴν κόρη στὸν ἀργαλειό της νὰ τραγουδᾶ' καὶ τὰ σκαλιστὰ βαρίδια σειοῦνταν μὲ τὸν ἄνεμο' καὶ τὸ ζωηρό τους κουδούνισμα συνόδευε τὸ τραγούδι της.
Ἡ γριὰ μπῆκε μέσα.
- ῾Ωραία εἶναι ἡ δουλειά σου' κόρη μου' εἶπε μὲ γεροντικὴ τσακισμένη  φωνή. Ἀλήθεια' χάρη νὰ ἔχη καὶ ἡ Ἀθηνᾶ  ἡ ἀθάνατη'  ποὺ ἔδωσε στὶς  γυναῖκες  τὸν ἀργαλειὸ  καὶ  τῆς ἔμαθε λίγη  ἀπὸ τὴν τέχνη της.
Ἡ Ἀράχνη τὴν κοίταξε καὶ χαμογέλασε.
- Λίγη  ἀπὸ τὴν τέχνη  της' λές; ῾Η Ἀθηνᾶ  τάχα ξέρει νὰ κάνη ὕφασμα σὰν αὐτό; Κοίταξέ το!
Καὶ μὲ γρήγορη κίνηση ἔσπρωξε τὰ χτένια καὶ σταμάτησε
τὴ  δουλειά. της'  νὰ δῆ ἡ γριὰ  τὸ ἔργο της. ᾽Εκείνη ὅμως κούνησε τὸ κεφάλι της.
- Πρόσεχε' κόρη μου' εἶπε· μὴ λὲς  τέτοια  λόγια. Ποιὸς ξεπερνᾶ ποτὲ τοὺς θεούς ; ῾Ωραῖο  εἶναι τὸ ἔργο σου' δὲ λέω' μᾶ μετριέται  μὲ  τίποτα  ἐκεῖνο ποὺ βγαίνει  ἀπὸ  ἀθάνατα χέρια;
῾Η Ἀράχνη ἔγειρε λίγο τὸ κεφάλι καὶ ὕψωσε κοροϊδευτικὰ τὰ φρύδια της.
- ῎Ετσι'  νομίζεις' μάνα; Κι ἄρχισε πάλι  νὰ ρίχνη τὴ σα- ΐτα.  Κρίμα'  ποὺ δὲ  μᾶς ἀκούει ἡ  Ἀθηνᾶ' νὰ ἐρχόταν  νὰ μετρηθοῦμε. Κι ἐγὼ ἤθελα  νὰ ἔβλεπα τὴν τέχνη  της'  ποὺ τόσο τὴν παινεύουν!..
- Ἀλήθεια θὰ τὸ ἤθελες; ρώτησε ἡ γριά.
- Ἀφοῦ σοῦ λέω' ἀπάντησε ἡ κόρη.
- ᾽Εδῶ εἶμαι λοιπόν! φώναξε τότε ἡ Ἀθηνᾶ' πετώντας  τὰ κουρέλια της καὶ δείχνοντας τὴν ἀληθινὴ  μορφή της. Καὶ τώρα' θέλεις νὰ μετρηθοῦμε;
Τὴν κοίταξε στὸ πρόσωπο ἡ Ἀράχνη'  καὶ δὲ  φοβήθηκε τὰ ὡραῖα της μάτια.
-  Τὸ  θέλω!  εἶπε.  Νά'  ἕνας  ἀργαλειὸς  τεντωμένος  κι ἕτοιμος.
Κάθισε  ἡ Ἀθηνᾶ  καὶ  ἄρχισε νὰ ὑφαίνη. Ἀλήθεια στὰ γυναικεῖα  ἔργα ἦταν ἐπιτήδεια  ἡ πολεμικὴ θεά.
Μὲ   σουφρωμένα φρύδια ἐργαζόταν  στὸν  ἀργαλειό  της καὶ  προσπαθοῦσε  νὰ  κάμη  τέλειο  τὸ  ὕφασμά της'  γιατὶ βαθιὰ τὴν  εἶχαν  πληγώσει τὰ λόγια  τῆς  κόρης. Καὶ  λίγο λίγο  μάκραινε τὸ ὕφασμα' καὶ ἦταν  πολὺ ὡραῖο' λεῖο καὶ λεπτό. Παράσταινε διάφορες σκηνὲς  πολεμικές' σωροὺς ἀπὸ πτώματα' ὅπλα σπασμένα' ἄλογα πληγωμένα' πολεμιστὲς ματωμένους' ποὺ ἀκόμα βαστοῦσαν τὸ σπαθί. Σὲ ὅλες ὅμως τὶς μάχες' ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ οἱ θεοὶ νικηφόροι' κι ἀπὸ τὴν
ἄλλη οἱ ἄνθρωποι νικημένοι καὶ σπασμένοι.
Σήκωσε μὲ καμάρι τὸ κεφάλι της ἡ Ἀθηνᾶ.
Ἀλήθεια'   πιὸ    ὄμορφο   πράμα'    δὲν    εἶχε    ξαναϊδεῖ μάτι ἀνθρώπινο. Γύρισε καὶ κοίταξε τὴν Ἀράχνη μὲ περιφρόνηση.
Λεπτὴ  καὶ  λυγερή'  ἔσκυβε στὸν ἀργαλειό της  ἡ κόρη' καὶ τ’ ἄσπρα της τὰ χέρια πηγαινοέρχονταν.  Τὰ μάτια της γυάλιζαν ἀπὸ χαρὰ καὶ τὰ μάγουλά της ἦταν ροδοκόκκινα.
Ὄμορφα ἦταν  καὶ  τ’ ἄλλα  της  τὰ  ἔργα'  μὰ σὰν αὐτὸ κανένα  δὲν  ἦταν.  Στὸ  ὕφασμα  ἔβλεπες  διάφορες εἰκόνες ἁρμονικὲς  καὶ  ζωντανὲς  καὶ  τόσο τέλεια  ἐργασμένο ἦταν' ποὺ λὲς κι ἄκουες τὰ δέντρα νὰ μουρμουρίζουν καὶ τὰ πουλιὰ νὰ κελαηδοῦν.
Τὸ εἶδε ἡ Ἀθηνᾶ  καὶ μαύρισε ἡ καρδιά της. ῾Η τέχνη της δὲν ἔφτασε ὡς ἐκεῖ.
῞Οταν ὅμως σήκωσε τὰ μάτια ἡ κόρη καὶ κοίταξε χαμογελώντας  τὴ  θεά'  βέβαιη γιὰ  τὴ  νίκη  της'  ὁ θυμὸς κυρίεψε τὴν Ἀθηνᾶ. Ἅρπαξε τὸ ἀριστούργημα τῆς Ἀράχνης' τὸ ξέσκισε καὶ τὸ πέταξε στὸ πρόσωπο τῆς κόρης.
῾Η προσβολὴ ἔτσουξε τὴν  Ἀράχνη.  Πετάχτηκε ἀπάνω' ὄχι πιὰ γελώντας' μὰ θυμωμένη κι ἐκείνη' καὶ στάθηκε  μὲ φοβέρα μπρὸς στὴν Ἀθηνᾶ.
Ἀλλὰ  ἀκόμα δὲν  εἶχε  ἐκδικηθῆ  ἀρκετὰ  ἡ θεά'  καὶ  μὲ γρήγορη  κίνηση  χτύπησε  μὲ  τὸ ραβδί της  τὴν  κόρη  στὸν ὦμο'  κι  ἀμέσως  ζάρωσε  τὸ  ὄμορφο κορμί'  μίκρυνε  καὶ μαύρισε κι ἔγινε ζωύφιο μικρό' μαυριδερὸ μὲ μεγάλο κεφάλι καὶ λεπτὰ ποδαράκια.
- ῎Ετσι τιμωροῦνται ὅσοι τὰ βάζουν μὲ τοὺς θεούς' φώνα- ξε ἡ Ἀθηνᾶ.  Ὕφαινε τώρα ὕφαινε ἀδιάκοπα. Ἄλλη  δουλειὰ δὲ θὰ ἔχης στὴ ζωή' μὰ ὁ ἄνεμος θὰ σκίζη τὸ ἕργο σου' ὅπως τὸ ἔσκισα ἐγώ'  καὶ πάντα  μοναχή σου θὰ κλαῖς  τὴ  μοίρα
σου!
Ἀπὸ τότε ἡ Ἀράχνη' ὅλο ὑφαίνει καὶ ὅλο καταστρέφεται ἡ ἐργασία της. Κρυμμένη σὲ γωνιές' σὲ χαμόκλαδα' γυρεύει νὰ ξεχάση τὴ ντροπή της' μὰ ἡ δυστυχία τὴν ἔκαμε κακιά' κι ὅ'τι  πέση στὸν ἱστό της'  ἢ μύγα ἢ κανένα ἄλλο μικρὸ ζωύφιο' τὸ σκοτώνει καὶ τὸ τρώει ἀλύπητα.

Ἀλεξάνδρα Δέλτα

Τὸ χάρτινο κιβώτιο



Τὸ χάρτινο κιβώτιο
῎Εκαμε  τὸ σταυρό της  καὶ  ἔπειτα  ἔριξε μιὰ ματιὰ  στὰ παιδιά της· ἡ ἀναπνοούλα τους ἀκουγόταν ἐλαφρά· κοιμόνταν ἥσυχα ἥσυχα'  σὰν σὲ  θεῖο παράδεισο' εὐλογημένα ἀπὸ τὰ χέρια μὲ τὶς θεῖες πληγές!
῞Οταν ὅμως τὸ βλέμμα της ἔπεσε στὸ τραπέζι' εἶδε ἐκεῖ πάνω  ἕνα κιβώτιο  χάρτινο'  σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἄφησε ὁ θεῖος ἐπισκέπτης.  Μὲ  ὅλη τὴν ἀδυναμία της ἔτρεξε καὶ τὸ πῆρε στὰ χέρια της· τῆς φάνηκε πολὺ βαρύ. Τὸ ἄνοιξε· ὤ τὸ θαῦμα! χίλια δυὸ καλά.
-  Χριστέ  μου! Χριστέ  μου! εἶπε  πάλι.  Καὶ  ἄρχισε  νὰ φωνάζη μὲ χαρὰ τὰ παιδάκια της :
- Θοδωράκη' Φανή! Ξυπνῆστε! Σηκωθῆτε γρήγορα!
Καὶ τὰ ἔπιανε πότε ἀπὸ τὰ πόδια' πότε ἀπὸ τὰ χέρια νὰ ξυπνήσουν.
Τὰ  δυὸ παιδιὰ  ξύπνησαν  τέλος  ἀπὸ  τὸν  βαθὺ  πρωινὸ
ὕπνο καὶ καθισμένα στὸ κρεβάτι ἔτριβαν τὰ ματάκια  τους. Τρομαγμένα  ἀπὸ  τὸ  πρωινὸ  ἀγουροξύπνημα ρώτησαν  μὲ ἀπορία:
- Γιατί'  μανούλα' μᾶς ξύπνησες τόσο πρωί;
᾽Ελάτε' ἐλάτε γρήγορα νὰ δῆτε· τοὺς ἀπάντησε καὶ τοὺς ἔδειξε τὸ κιβώτιο.
Τί  νὰ  δοῦν! ᾽Επάνω  ἦταν  δύο ζευγαράκια  παπούτσια ἀκριβῶς στὸ πόδι τους· ἕνα κοστούμι γιὰ  ἀγόρι' ἕνα φορεματάκι ζεστὸ γιὰ  κοριτσάκι'  ἕνα φόρεμα μάλλινο  σὲ πήχεις γυναικεῖο' δύο τόπια πολύχρωμα' μιὰ κούκλα καὶ ἕνας σιδηρόδρομος' σιδηρόδρομος σωστὸς μὲ  μηχανή'  σκευοφόρο καὶ βαγόνια. Τὰ παιδιὰ δὲ χόρταιναν νὰ τὰ βλέπουν καὶ τὰ δάχτυλά τους ἄρχισαν νὰ τὰ ψάχνουν.
Ἀπὸ κάτω  ἦταν καὶ δεύτερος θησαυρός. Κουτιά'  κουτιὰ χάρτινα  καὶ  τενεκεδένια. Ἄλλα  εἶχαν  κρέας' ἄλλα  ψάρια' ἄλλα συμπυκνωμένο γάλα'  ἄλλα νωπὸ βούτυρο' ἄλλα φιστίκια'  γαλατάκια' ζάχαρη' σοκολάτα'  τσάι'  καραμέλες' ἀφράτα μπισκότα· ὡς καὶ βόλοι ἦταν  μέσα' νὰ παίζουν τὰ παιδιά.
Τὰ ὀρφανὰ τὰ ἔχασαν· ποιός τάχα νὰ ἔστειλε τὰ πολύτιμα πράγματα! Καὶ ἔκπληκτα ρώτησαν:
- Ποιός τὰ ἔφερε αὐτά' μητέρα;
Ὁ καλὸς Χριστός! Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου!
῾Ο Θοδωράκης ἀνυπόμονος πῆρε τὸ κοστούμι καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ἐρευνᾶ. Σὲ μιὰ τσέπη βρῆκε ἕνα φάκελο.
- Μανούλα' κοίταξε ἐδῶ' ἕνα γράμμα· εἶπε καὶ τὸ ἔδωσε στὴ μητέρα του.
Τὸ ἄνοιξαν· εἶχε μέσα ἕνα χαρτονόμισμα τῶν 10 δολλαρίων καὶ ἕνα σημείωμα ἑλληνικὰ  γραμμένο:
«Μιὰ οἰκογένεια ἀπὸ τὸν Καναδὰ στέλνει τὸ μικρὸ αὐτὸ δῶρο σὲ μία ῾Ελληνίδα μητέρα καὶ στὰ παιδάκια της». Τὴν
ὥρα ἐκείνη - εἶχε βγῆ πιὰ ὁ ἥλιος - ἄνοιξε ἡ θύρα τοῦ σπιτιοῦ καὶ μπῆκε  μέσα ἡ κυρία Χαρίκλεια'  ἀδερφὴ τοῦ ᾽Ερυθροῦ Σταυροῦ καὶ γνωστὴ  κυρία τοῦ Φιλόπτωχου  Ταμείου τῆς ἐνορίας. Γύριζε ἀπὸ τὴ  λειτουργία  καὶ πέρασε νὰ πῆ  στὴν κυρα - ῎Αννα γιὰ τὸ δέμα' ποὺ εἶχε ἀφήσει περνώντας. Τὸ ἔστελνε  ὁ ᾽Ερυθρὸς Σταυρός'  ποὺ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ φροντίζει γιὰ τοὺς δυστυχισμένους ὅλου τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ δὲν εἶπε τίποτε'  γιὰ νὰ μὴν ταράξη τὴν προσευχή τους.
Γονατισμένοι' μητέρα καὶ ὀρφανά' ἐμπρὸς στὰ εἰκονίσματα εὐχαριστοῦσαν τὸ Θεῖο Παιδάκι'  ποὺ γεννήθηκε τὴ  μέρα ἐκείνη'  γιὰ νὰ φέρη στὸ κόσμο τὴν παρηγοριά' τὴν ἀγάπη' τὴν  καλοσύνη.  Τὸ  παρακαλοῦσαν  ἀκόμη  νὰ  προστατεύη τὴν ἄγνωστη  καὶ μακρινὴ ἐκείνη οἰκογένεια μὲ τὴ γενναία χριστιανικὴ καρδιά.
Θερμὰ δάκρυα' ποὺ ἔλαμπαν σὰν διαμάντια'  κατέβαιναν ἀπὸ τὰ μάτια τους!

Νικόλαος Α. Κοντόπουλος

ΑΓΏΝ ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΕΩΣ



ΑΓΏΝ ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΕΩΣ

Άγών περί ύπάρξεως πραγματικός, σπουδαίος καί επικίνδυνος δεν νομίζω νά ύπάρχη άλλος πλήν τοϋ προκαλουμένου έκ τοϋ περιορισμού τής άμοιβής τοϋ γεωργού και τοϋ εργάτου εις βαθμόν μή έπιτρέποντα εις αύτούς νά έπαρκώσιν εις τάς άνάγκας των. Τοιοΰτος όμως άγών οΰτε ύφίαταται ακόμη οΰτε φαίνεται πιθανόν νά συγκροτηθή προ τής παρελεύσεως μακροΰ χρόνου εις τήν Ελλάδα, ήτις δύναται νά περιλάβη καί νά θρέψη πληθυσμόν τριπλάσιον τουλάχιστον τοϋ σημερινοΰ. Τό μή υποκείμενον εις άποτόμους διακυμάνσεις ημερομίσθιον τοϋ "Ελληνος έργάτου είναι άνώτερον τοϋ εις τάς πλείστας άλλας χώρας καί ετι μάλλον ικανοποιητικόν, αν ληφθώσιν ύπ’ δψιν απλώς αί ώς έκ τής ήπιότητος τοϋ κλίματος όλιγώτεραι αύτοΰ άνάγκαι.' Η θερμάστρα, τά οινοπνευματώδη ποτά καί ή καθημερινή κρεωφαγία δύνανται νά θεωρηθώσι παρ’ ήμΐν πολύ μάλλον ώς στοιχεία πολυτελείας ή τουλάχιστον εύζωΐας παρά ώς έπιβαλλόμενα ύπό τής άνάγκης. Ό τοιοΰτος άνετώτερος καί άσφαλέ στερος βίος τοϋ έργάτου είναι ΐσως τό μόνον, άλλά καίμέγιστον πλεονέκτημα τής '’Ελλάδος έν συγκρίσει πρός τάς άλλας χώρας. Αληθές είναι, οτι έφύτρωσαν έσχάτως μεταξύ ήμών καί τινες λεγόμενοι σοσιαλισταί, έφ’ όσον όμως ό έργάτης εύημερεΐ, ούτοι είναι έξ ΐσου άκίνδυνοι δσον καί οί συμβολισταί, άφοΰ μάλιστα αί άξιώσεις των περιορίζονται έπί τοϋ παρόντος εις τό νά γείνη λόγος τις καί περί αύτών, έστω καί ώς γελωτοποιών.

'Ο δέ άλλος περί ύπάρξεως άγών περί ού άσχολεΐται κυρίως σήμερον ό τύπος, ό διεξαγόμενος δηλ. ύπό τών άξιούντων νά τρέφωνται διά τής πνευματικής αύτών έργασίας, δεν εχει καθ’ έαυτόν μεγάλην σπουδαιότητα έφ’ δσον ούτοι περιορίζονται νά πολεμώσι μόνον πρός άλλήλους καί διά μόνων τών δυνάμεων αύτών, ώς πρέπει νά συμβαίνη εις πάσαν εύνομουμέ νην χα>ραν. 'Υπό τοιούτους δρους άδύνατον είναι νά πολυπλασιασθή ύπερμέτρως τών δικηγόρων, τών ιατρών, τών καλλιτεχνών και τών συγγραφέων ό αριθμός, χωρίς ν’ άραιώση μετ’ ολίγον τάς τάξεις αύτών ή πείνα. Τά πάντα θά ειχον καλώς, αν εις μόνην ταύτην κατελείπετο ή φροντίς νά όρίση τήν άναλογίαν τών πνευματικώς πρός τούς σωματικώς έργαζομένους, διά τον λόγον δτι ή πείνα έκτελεΐ τό έργον αύτής μετά τελείας δικαιοσύνης καί άμεροληψίας, καί όχι  μόνον περιορίζει τό ποσόν, άλλά καί βελτιώνει τό ποιόν τής πνευματικής έργασίας, θερίζουσα άδυσωπήτως τούς άφυεΐς καί ανικάνους. Τό κακόν καί ό κίνδυνος έγκειται εις μόνην τήν κυβερνητικήν παρέμβασιν είς τον αγώνα. Αυτη έπιβάλλεται μέν εις πασαν κυβέρνη σιν άναποδράστως, άφοϋ απαραίτητος είναι ή ανάγκη δικαστών, μηχανικών, λογιστών, καθηγητών καί παντοίων άλλων έγγραμμάτων, άλλά πρώτιστον πάσης κυβερνήσεως καθήκον είναι νά συμμορφώνεται παρεμβαίνουσα μέ τούς διέποντας τον άγώνα περί ύπάρξεως φυσικούς νόμους, άρκουμένη είς συντή ρησιν μόνον τών άναγκαίων καί έκλέγουσα τούς καλλιτέρους. Τό τοιοϋτον δμως καθήκον αδύνατον είναι, ώς έχουσι σήμερον τά πράγματα, νά έκτελέση οίαδήποτε ελληνική κυβέρνησις, ούχί άπό έλλειψιν καλής θελήσεως, άλλά διά τόν λόγον, δτι ή παράβασις αύτοΰ είναι ό πρώτος καί απαραίτητος τής ύπάρξεως αύτής δρος. Κυβέρνησις μή στέργουσα νά τροφοδοτή περιττούς καί νά προτιμά πλειστάκις ανικάνους, ούδ’ έφ’ ημέραν θά ήδύνατο νά ζήση κοινοβουλευτικώς. Οί άποκλειόμενοι θά συνησπίζοντο καί θά ήρκει πρός άμεσον αύτής ανατροπήν τών κηφήνων τούτων ό βόμβος.

Ούδ’ είναι τό έξοδον τής συντηρήσεως αύτών ή μόνη ζημία, άλλά πολύ μεγαλειτέρα ή προερχομένη έκ τής ριζώσεως εις τό πνεύμα παντός "Ελληνος τής ιδέας, δτι διά τής κατοχής πτυχίου πάντα τά στάδια είναι είς αύτόν όχι  μόνον προσιτά, άλλά καί ίκανώς άσφαλέστερα παρά εις πάσαν άλλην χώραν, άφοϋ ό άποτυχών ώς ιατρός έχει τήν έλπίδα νά γείνη άστυΐα τρος, ό στερούμενος πελατείας δικηγόρος ν’ άναδειχθή δικαστής καί ό μή κατορθώσας νά μάθη γράμματα νά διαπρέψη παραπλεύρως πλείστων άλλων ώς καθηγητής. Τά τοιαΰτα κατορθώματα, τά άλλαχοΰ εξαιρετικά καί παρ’ ήμΐν συνηθέστα τα, έξάπτουσι τήν φαντασίαν καί ταράττουσι τόν δπνον τοΰ σημερινοΰ "Ελληνος, ώς τό τρόπαιον τοΰ Μιλτιάδου τόν τοΰ Θεμιστοκλέους, άσκοΰντα όλεθρίαν έπιρροήν προ πάντων έπί τοϋ ποιοΰ τής πνευματικής έργασίας. Υπερβολική τώ δντι θ’ άπητεΐτο αύταπάρνησις καί φιλομουσία παρά τοΰ όρεγομένου τοϋ άξιώματος λ.χ. γυμνασιάρχου ν’ αγωνίζεται διά διηνεκοΰς μελέτης ν’ άναδειχθή άνώτερος τών άντιζήλων του έλληνιστής, ενώ όχι  μόνον άκοπώτερον, άλλά καί πολύ πιθανώτερον εϊναι νά έπιτύχη τό ποθούμενον συλλέγων ψήφους ύπέρ τοΰ δυναμένου νά προτιμήση αύτόν άνενδοιάστως παντός άλλου ίκανωτέρου. Παροΰσα, πιστεύομεν, είναι είς πάσαν μνήμην ή πρό τινων μηνών άθρόα άπόλυσις δλης είκοσάδος διδασκάλων ώς άμαθών καί ό μετ’ ολίγον άναδιορισμός αύτών ώς έν τή έπαρχία των ισχυρών. Το πράγμα κατήντησε τόσον σύνηθες, ώστε δέν σκανδαλίζει ούδέ καν ξενίζει κανένα. Ούδ’ έ'πρεπε νά μάς σκανδαλίζη περισσότερον, αν κυριώτατον καθήκον τών ουτω διοριζομένων είναι πολύ μάλλον τής διδασκαλίας ή απονομή διπλωμάτων, καθ’ δν άκριβώς τρόπον άπονέ μονται καί οί διορισμοί, άλλά μετά πολύ μεγαλειτέρας έλευθε ριότητος, άφοϋ ούδεμίαν συνεπάγουσι ταΰτα άμεσον έπιβάρυνσιν τοΰ προϋπολογισμού. Ή μή παροχή άπολυτηρίου είς όσονδήποτε αστοιχείωτους μαθητάς κατήντησεν άπό τίνος χρόνου νά θεωρήται ώς παράβασις καθιερωθέντος έθίμου, έξ ιδιοτροπίας, έμπαθείας καί κακοβουλίας χορηγούσης είς τούς άδι κηθέντας τό δικαίωμα νά τιμωρήσωσι τόν κακότροπον, εϊτε προκαλοΰντες τήν παΰσιν ή μετάθεσίν του, άν εχωσι τά μέσα, εϊτε άν στεροΰνται τοιούτων, δι’ ύβρεων, ξυλοφορτώματος, μαχαιρώματος ή καί έμπρησμοΰ τοΰ μή έκπληροΰντος τόν σκοπόν αύτοΰ έκπαιδευτηρίου.

’Αδύνατον ήτο ύπό τοιούτους δρους νά μή πληθυνθώσιν ώς γενεά κονίκλων οί πτυχιοΰχοι. Ούδ’ είναι άξιον απορίας άν ό καταβάλλων τήν δαπάνην τής συντηρήσεως αύτών έργα τικός λαός, ζητεί νά είσάξη καί τινα τών τέκνων του είς τήν προνομιοΰχον φάτνην. Τά δέ παθήματα τών μή κατορθούντων νά εΰρωσι Οέσιν εις αύτήν δέν είναι άξια ούδεμιάς συμπαθείας, διότι τήν θέσιν ταύτην διεκδικοΰσιν οί πλεΐστοι προτάσσοντες τήν ικανότητα αύτών ούχί πρός πλήρωσιν αύτής, άλλά πρός άγραν ψήφοιν. Πολύς γίνεται λόγος περί τής έμφύτου είς τόν "Ελληνα φιλομαθείας, άν τις δμως έξετάση άκριβέστερον τά πράγματα θέλει πεισθή δτι ή φιλομάθεια αύτη πολύ ομοιάζει τήν εύσέβειαν τοΰ Ίταλοΰ άγρότου, ό όποιος γίνεται καπου κΐνος ούχί έκ πόθου τής μακαριότητος τοΰ παραδείσου, άλλά μόνον διά νά μή σκάπτη.
’Εκ τών ανωτέρω δύναται, πιστεύομεν, νά έξαχθή τό συμπέρασμα δτι καθ’ εαυτό ζήτημα βιοπαλαιστικόν δέν υπάρχει άκόμη έν Έλλάδι, άλλά μόνον ζήτημα άγώνος περί ύπαρ ξεως τών κυβερνήσεων. Τί πληθώρα τών έπιστημόνων καί τών πλείστων ή άνεπιστημοσύνη, είναι όπως πάντα σχεδόν τά άλλα, έλκος καθαρώς κοινοβουλευτικόν. Πρός άμεσον άπαλλαγήν άπ’ αύτοΰ θά ήρκει ή έλάττωσις τοΰ ποσοΰ καί ή βελτίωσις τοΰ ποιοΰ τής παρεχομένης δωρεάν ύπό τοΰ κράτους έκ παιδεύσεως, ή άπολύμανσις τοΰ Πανεπιστημίου, ό περιορισμός τών γυμνασίων εις τό τρίτον, ήτοι έν κατά νομόν, ή άπόλυσις τών πασιγνώστως ανικάνων καθηγητών καί ή έξασφάλισις τών άλλων άπό τών έφόδων τής πολιτικής καί τών ροπάλων τών άποτυγχανόντων εις τάς έξετάσεις μαθητών. Τήν κατεπείγουσαν άνάγκην τοιούτων μέτρων ούδείς υπάρχει λογικός άνθρωπος ό μή άναγνωρίζων καί μή όμολογών, άλλά καί ούδεμία κυβέρνησις δυναμένη νά προβή εις ταΰτα χωρίς νά στερηθή τής πλειοψηφίας αύθημερόν. Ο άμφιβάλλων περί τούτου άρκεΐ νά ένθυμηθή οποίαν έςήγειρε προ έτους θύελλαν ή παρά τοΰ κ. Τρικούπη έπιβολή μετριωτάτων διδάκτρων εις τούς φοιτητάς. 'Η σκοπιμότης τής φορολογίας ταύτης ύπό έποψιν οχι μόνον ταμιευτικήν, άλλά καί πρός περιορισμόν τοΰ πλεονάσματος τών διδακτόρων ήτο προφανής καί ψηλαφητή. Τοΰτο δμως ουδόλως έκώλυσε τούς πληρέστατα περί τής σκοπιμότητος τοΰ μέτρου πεπεισμένους νά Ι'εγερθώσι λυσσαλέως κατά τής κυβερνήσεως, νά βοήσωσιν ύπέρ τών καταπατουμένων συνταγματικών δικαιωμάτων καί νά ένθαρρύνωσιν εις άντίστασιν ή καί στάσιν τούς φοιτητάς. Εΰκολον έκ τούτου είναι νά εΐκά ση τις τί θά έγίνετο άν έτόλμα ποτέ υπουργός νά κλείση διά μιας είκοσι τουλάχιστον εργοστάσια άπολυτηρίων ή νά δια τάξη ώς άλλος “Ηρώδης τών άγραμμάτων τήν σφαγήν.


Τά κατά τάς ήμέρας ταύτας γνωμοδοτούμενα παρά τινων περί μετατροπής τοϋ ρεύματος τής έκπαιδεύσεως, περί συστά σεως σχολών εμπορικών, γεωργικών καί βιοτεχνικών, ή περί άκριβεστέρας διδασκαλίας πρακτικών έπιστημών καί τών ζωντανών διαλέκτων, πιστεύω καθαράν άργολογίαν. 'Οπωσδήποτε τώ οντι καί άν βαπτισθώσι τά νέα ταΰτα εκπαιδευτήρια, άδύ νατον είναι νά διαφέρωσι κατ’ άλλο τι πλήν τοΰ ονόματος τών ύπαρχόντων, άφοΰ δύσκολον είναι νά εύρεθώσι διδάσκαλοι καλ λιτέρας ποιότητος ή καί ευρισκόμενοι νά προτιμηθώσιν. Εις τήν έφημερίδα '’Επιθεώρησιν’ άνεγινώσκομεν προχθές άνα φοράν δεκαπέντε τελειοφοίτων δέν ένθυμοΰμαι τίνος γεωργικής σχολής, ϊσχυριζομένων δτι κατατρίψαντες ικανά έ'τη εις σπουδήν τής γεωργίας δικαιούνται ν’ άπαιτήσωσι παρά τής κυβερνήσεως νά χρησιμοποιήση τά φώτα αύτών. Τά νέα λοιπόν ίδρύματα θά μετεβάλλοντο άφεύκτως καί ταΰτα είς έκκολαπτήρια νέων θεσιθήρων καί άντί εμπόρων, γεωργών καί βιομηχάνων θά παρεϊχον υποψηφίους τοΰ έμπορίου, τής γεωργίας καί τής βιοτεχνίας καθηγητάς.
Τό ζήτημα επιμένω νά θεωρώ ώς καθαρώς πολιτικόν καί έγκείμενον είς τήν ανικανότητα πάσης έλληνικής κυβερνήσεως νά συμβιβάση τήν διατήρησιν τής πλειονοψηφίας μετά τής έκ τελέσεως τών δσα πανθομολογουμένως επιβάλλει τό κοινόν καλόν. 'Η προφανής καί άνοικονόμητος άντίθεσις, ή ύφισταμέ νη μεταξύ τοΰ συμφέροντος τής χώρας καί τοΰ τών αντιπροσώπων αύτής είναι ή πηγή καί τούτου όπως παντός άλλου κακοΰ.
Έρώτ.: Φρονείτε λοιπόν καί σείς, ώς ό κ. Ζωχιός, ότι δέν δυνάμεθα νά πράξωμεν τίποτε άλλο παρά νά περιμείνωμεν νά διορθώση τά πράγματα ό καιρός;
—    Περί τούτου έ'χω γνώμην όλως εναντίαν. Τήν λεγομένην ' άπογοήτευσιν’ δέν θεωρώ κατ’ ούδένα τρόπον ώς δικαιολογούσαν τήν σταύρωσιν τών χεριών. 'Ο χρόνος δέν διορθώνει μόνος του τίποτε, άλλά μόνη ή έν τώ χρόνω εργασία. Τόν ά γώνα κατά τής άνικανότητος καί τής άληθείας πιστεύω υποχρεωτικόν καί έπί τή υποθέσει ακόμη δτι θά ήτο μάταιος. Δέν θεωρώ δμως αύτόν ώς τοιοΰτον καί πλήν τούτου φρονώ, δτι ό τύπος δύναται νά συντελέση κατά πολύ εις τήν αίσίαν εκβασιν αύτοΰ.
—    Καί πώς παρακαλώ;
—    Ένθαρρύνων καί ύπερασπίζων τήν κυβέρνησιν όχι  μόνον κατά τής άντιπολιτεύσεως, άλλά καί κατά τών ιδίων αύτής οπαδών καί έπιρρίπτων εις τούτους τήν ευθύνην παντός κατ’ άπαίτησιν αύτών πραττομένου κακοΰ. Άλλ’ ήδη, φίλε κύριε, έκουράσθην καί πολύ φοβούμαι νά μή πάθωσι τό ϊδιον καί τοΰ ' Άστεως’ οί άναγνώσται. Κάλλιον λοιπόν είναι ν’ άναβάλω μεν εις άλλην συνέντευξιν τήν εκθεσιν τής γνώμης μου περί τοΰ τί δύναται ό τύπος νά κατορθώση.

ΑΠΑΝΤΑ ΕΜΜ.ΡΟΙΔΗ

Το σπίτι των παιδιών



Το σπίτι των παιδιών 
 
Θάπρεπε ο ήλιος να μην αποτρέψει το πρόσωπο του απ’ τη μοίρα μου’ να δείξει ευσπλαχνία η γης προς τις ρίζες μου και ο βίαιος άνεμος επιείκεια. Ήμουν το δέντρο ενός άλλου ουρανού που μεταφυτεύτηκε. Αν θα επιζούσα, σε λίγο, θα φαινόταν στα μάτια μου. Τα δάκρυα θα ήταν τα νέα μου φύλλα.
Έτσι βρέθηκα εδώ σε τούτο τον τόπο. Έτσι βρέθηκα ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά που κάθησαν πάνω στα γόνατα μου όπως πάνω σε δυό βράχους απ’ την πατρίδα τους, που δεν είχαν. Με τίμησαν καταθέτοντας στην ψυχή μου τη λύπη τους κ’ εγώ τους μοίρασα ένα χαμόγελο κομμένο απ’ το δέντρο της υπομονής, που είχα μέσα μου.
Μου πρόσφεραν την καρέκλα τους και μούκαναν ησυχία να καθήσω και να σκεφτώ αν έχω άλλο μέσον, αν χρειαζόμουν ακόμη πάνω στη γη κι αν δικαιούμαι όταν χτυπώ να μου ανοίγουν μια πόρτα. Του πόνου το πρόσωπο είναι ένα πρόσωπο κοινό στον πλανήτη μας’ δεν έχει έθνος. Ο Κώστας, ο Νίκος, ο Σπύρος, η Ειρήνη που η πρόωρη σκέψη της ανακάτευε την ψυχή όπως ο άνεμος το χορτάρι, τα χεράκια της Ευπραξίας που συμβολίζαν την έρημο κ’ η ευαισθησία της έμοιαζε με λιωμένο κερί,
ήταν όλα μαζί ένα «Κύριε ελέησον» στην ατέρμονη λιτανεία της γης. Πηγαινόρχονταν γύρω μου σαν μικροί σκαραβαίοι’ σκαλώναν στο στήθος μου κι από κεί, σαν φωτάκια κινούμενα, τα ματάκια τους φέγγαν αυτόν τον πολύπαθο βράχο των κυμάτων και της ηδονής – το τρύπες γεμάτο, σκαμμένο μου μέτωπο. Ανεβαίναν δυό – δυό Και μούστρωναν το κρεβάτι μου κι όταν φεύγαν, σαν νάφηναν εκεί τα χεράκια τους, ένιωθα ν’ αναπνέει το μαξιλάρι μου’ ζεστό σαν ψυχή με δίπλωνε το σεντόνι μου. Κι ακόμη, σα ν’ άφηναν κοντά μου τ’ αυτάκια τους, θαρρούσα πως άκουγαν την καρδιά μου, που ξόφλαγε δίχως σκοπό, δίχως έργο, το χρόνο μου.
Αν με αξίωσε η τύχη να γνωρίσω καλές στιγμές στη ζωή μου, γιατί όλα μπορεί να γινήκαν και να μη το θυμάμαι, αυτή μου τη μοίρα θα πρέπει να την βάλω ξεχωριστά, όπως βάζει ένα πράγμα κανείς
που γι’ αυτό δεν υπάρχει ανταπόδοση. Γιατί αυτό που χρωστώ
είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου. Κι αν είναι μια θεία
λειτουργία η ποίηση κ’ οι στίχοι της είναι το αντίδωρο
που μοιράζει κανείς στον κόσμο, θα πρέπει
νάναι οι στίχοι μου κάτι κοντά προς τα κρίνα
και κοντά προς το φως, να ταιριάζουνε,
στην περίπτωση. Νάναι αντλημένοι από την πηγή
της αγνότητας την απόρρητη, που όμως, φοβάμαι,
μπορεί και να μην υπάρχει πια μέσα μου.
Ο πόλεμος έκαιγε γύρω μου σε όλη μου τη ζωή
και μπορεί να ξεράθηκαν οι πηγές στις οποίες
πιστεύω’ και τώρα, μπορει να μην το γνωρίζω,
να μεταφέρω την έρημο μέσα στο στήθος μου
και να μην το γνωρίζω. Αλλά η ώρα
Τ’ αποχαιρετισμού πλησιάζει, αφού στον κόσμο αυτόν
Ο χωρισμός είναι μοίρα. Προσπαθώ νάμαι έτοιμος
μαζί με τη στάχτη μπορεί κάτι νάμεινε μέσα μου.
Νάχω τουλάχιστο πάνω στο πρόσωπο λίγο φως περισσότερο,
γιατί εκείνη την ώρα που θα βγαίνω απ’ την πόρτα,
τα παιδιά θα φορέσουν την καλή τους ψυχή,
τη στολή της ανοίξεως που είναι μέσα στον άνθρωπο’
νάχω στα χέρια την έκφραση της αγάπης τουλάχιστο,
αυτού του ιερού, αυτού του αόρατου ψωμιού και νερού,
αυτού του αναντικατάστατου τίποτα.

Σα μια δέσμη απ’ αχτίδες ήλιου τα χέρια τους

θ’ απλωθούν προς εμένα όλα μαζί

και θάναι την ώρα αυτή σα να βλέπω

τον τελευταίο ωραίο ήλιο του βίου μου. Και μετά,
το δισάκι, ο δρόμος, το όνειρο. Και το ίδιο αυτό βράδυ  να μ’ ακλουθεί τουλάχιστο ένα ποταμάκι 
που ένα πιάτο θα λείπει απ’ το δείπνο, τα παιδιά θα σταθούν  ή μιάν αλέα από ανθισμένα δέντρα 
στις θέσεις τους όρθια. Ο Τέλης θα ειπεί  ή μια σειρά παιδιών από το Πεσταλότσι. 
το «Θεέ μου, ευλόγησε το φαγητό που θα φάμε 
σήμερον» κ’ ευθύς θα καθήσουν. Τα κουτάλια θα μείνουν, 
για λίγο, μετέωρα πάνω απ’ τη σούπα, ενώ 
εγώ θα βαδίζω. Μπορεί να περνώ τα σύνορα κιόλας. 
Θα βαδίζω και θα εύχομαι: Ας ήταν, αυτά τα παιδιά 
να γίνουνε τα φτερά στη νίκη της Σαμοθράκης, 
σε μια νίκη που θάναι ολόκληρης της ζωής και που φεύγοντας 
θα διατρέξει τη γης χωρίς χάρτη στα χέρια της. 

Νικηφόρος Βρετάκος







Η γνωριμία τού ταπεινού


ΙΗ. ΓΝΩΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΝΑ ΚΑΤΑΚΡΙΝΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΚΙ ΝΑ ΘΕΩΡΕΙ ΠΩΣ ΔΕΝ ΑΞΙΖΟΥΝ ΤΙΠΟΤΕ ΤΑ ΚΑΛΑ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ. ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ.
Από το Γεροντικό
 Ο ΑΒΒΑΣ Αντώνιος είπε:
Είδα όλες τις παγίδες του διαβόλου απλωμένες πάνω στη γη, κι αναστενάζοντας είπα "ποιος άραγε τις περνάει (χωρίς νά παγιδευτεί); Και άκουσα μία φωνή νά μου λέει: "Η ταπεινοφροσύνη!" .
Ό ίδιος είπε στον αββάς Ποιμένα:
Το έργο του ανθρώπου εΙναι τούτο: Νά παίρνει επάνω του την ευθύνη για το (κάθε) σφάλμα του ενώπιον του Θεού και νά περιμένει πειρασμό ως την τελευταία του πνοή.
Ό αββάς 'Ιωάννης ο Θηβαίος είπε:
Πάνω απ' όλα ο άνθρωπος πρέπει ν' αποκτήσει την ταπεινοφροσύνη.
Γιατί αυτή εΙναι ή πρώτη προτροπή (των μακαρισμών) του Σωτηρος, πού λέει: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν ή βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5:3).
Ό αββάς Ευάγριος είπε:
Γιατί με την ταπεινοφροσύνη καταστρέφονται όλα τα (πονηρά έργα) τού εχθρού.
Ή αμμά Θεοδώρα έλεγε, πώς ούτε ή άσκηση ούτε ή κακουχία ούτε οι οποιοιδήποτε κόποι σώζουν (Τον άνθρωπο), παρά μόνο ή γνήσια ταπεινοφροσύνη. (και για επιβεβαίωση διηγιόταν το έξης:)
 Ήταν κάποιος αναχωρητής, πού έδιωχνε τούς δαίμονες. και τούς εξέταζε, για νά μάθει με ποιόν τρόπο βγαίνουν (από τον άνθρωπο). "με τη νηστεία;", τούς ρωτούσε. "'Εμείς ούτε τρώμε ούτε πίνουμε", απαντούσαν εκείνοι. "με την αγρυπνία;". "'Εμείς Δεν κοιμόμαστε καθόλου", έλεγαν. "με την αναχώρηση (από τον κόσμο);". "'Εμείς ζούμε στις ερήμους", αποκρίνονταν. Επειδή ο γέροντας επέμενε και έλεγε, "με ποιόν λοιπόν τρόπο βγαίνετε;", εκείνοι ομολόγησαν: "Τίποτα Δεν μας νικάει, παρά μόνο ή ταπεινοφροσύνη".
Ό άββας Σισώης έλεγε, ότι ο δρόμος πού οδηγεί στην ταπεινοφροσύνη είναι ή εγκράτεια, ή αδιάλειπτη προσευχή στο Θεό και ο αγώνας νά βάζουμε Τον εαυτό μας πιο κάτω από κάθε άνθρωπο.
Ένας αδελφός ρώτησε Τον αββά Κρόνιο:
Με ποιόν τρόπο φτάνει ο άνθρωπος στην ταπεινοφροσύνη; - με το φόβ0 τού Θεού, απάντησε ο γέροντας.
Και με ποιόν τρόπο φτάνει στο φόβο τού Θεού; Ξαναρώτησε ο αδελφός. Κατά τη γνώμη μου, είπε ο γέροντας
με το νά περιμαζέψει τον εαυτό του από κάθε περισπασμό και με το νά καταβάλλει σωματικούς κόπους
και με το νά θυμάται, όσο μπορεί, την έξοδο (της ψυχής του) από το σώμα και την κρίση του Θεό.
Η αρχή της σωτηρίας του ανθρώπου βρίσκεται στην αυτοκαταδίκη του.
Ήρθε κάποτε ο μακάριος Θεόφιλος, ο αρχιεπίσκοπος, στο όρος της Νιτρίας.
Ο αββάς (δηλαδή ο πνευματικός πατέρας των μοναχών) του όρους τον επισκέφθηκε και του λέει ο αρχιεπίσκοπος:
Τι περισσότερο βρήκες σ' αυτόν το δρόμο, πάτερ;
Το νά θεωρώ πάντα τον εαυτό μου φταίχτη και νά τον καταδικάζω, απάντησε ο γέροντας.
    (Πράγματι), είπε ο αρχιεπίσκοπος, άλλος δρόμος απ' αυτόν δεν υπάρχει.
ο αββάς 'Ιωάννης ο Κολοβός είπε:
Η ταπεινοφροσύνη και ο φόβος του Θεού ειναι πάνω απ' όλες τις αρετές.
Είπε πάλι (ο ίδιος): Αφήσαμε το ελαφρύ φορτίο, δηλαδή την αυτομεμψία, και σηκώσαμε το βαρύ, δηλαδή την αυτοδικαίωση.
Ο αββάς Λογγίνος είπε:
Όπως ακριβώς ο νεκρός δεν αισθάνεται τίποτα ούτε κρίνει κανέναν, έτσι και ο ταπεινός δεν μπορεί νά κρίνει άνθρωπο, έστω κι αν τον δει νά προσκυνάει τα είδωλα.
Ο  άββάς Ματώης είπε:
Όσο ο άνθρωπος πλησιάζει στο Θεό, τόσο περισσότερο βλέπει Τον εαυτό του αμαρτωλό.
Ένας αδελφός παρακάλεσε Τον αββά Ματώη: - πες μου λόγο (ωφέλιμο).
Πήγαινε, του είπε εκείνος, νά ζητήσεις από το Θεό καρδιακό πένθος και ταπείνωση. Νά κοιτάζεις πάντα τις δικές σου αμαρτίες. Νά μην κρίνεις τούς άλλους, αλλά νά βάζεις τον εαυτό σου κάτω απ' όλους. Νά κόψεις την ελευθεροστομία. Νά συγκρατείς τη γλώσσα και την κοιλιά σου. και αν κανείς μιλήσει για οποιοδήποτε πράγμα, μη φιλονικήσεις μαζί του' αλλ' αν μιλήσει σωστά, πες του, "Ναι". αν πάλι δεν μιλήσει σωστά, πες του, "'Εσύ ξέρεις πώς μιλάς", και μη λογομαχήσεις για όσα είπε. Αυτό είναι ταπείνωση.
Ό άββάς Ξάνθιος είπε:
Ο σκύλος είναι καλύτερος από μένα, γιατί και αγάπη έχει και σε κρίση δεν έρχεται.
Ένας αδελφός ρώτησε Τον αββά  Αλώνιο:
Τι είναι το νά εξουθενώνεις τον εαυτό σου; και είπε ο γέροντας:
Το νά (πιστεύεις ότι) είσαι κατώτερος κι από τα άλογα (ζώα) και νά ξέρεις ότι αυτά είναι ακατάκριτα (για ότι κι αν κάνουν).
Ό άββάς Ποιμήν είπε:
Αν ένας άνθρωπος κατηγορεί (σε όλα) Τον εαυτό του, τότε θα έχει καρτερικότητα σε κάθε περίσταση.
Ο ίδιος αββάς είπε, πώς, αν ένας άνθρωπος φτάσει στο μέτρο του αποστολικού ρητού, πού λέει «πάντα καθαρά τοις καθαροίς» (Τίτ. Ι:15), βλέπει Τον εαυτό του χειρότερο απ' όλα τα κτίσματα.
Τον ρωτάει λοιπόν κάποιος αδελφός: και πως είναι δυνατόν νά θεωρήσω τον εαυτό μου χειρότερο κι από έναν φονιά;
 Αν ο άνθρωπος φτάσει στο μέτρο αυτού του ρητού, απάντησε ο γέροντας, κι όταν δει άνθρωπο νά σκοτώνει, λέει: Αυτός μόνο την αμαρτία τούτη έκανε. Εγώ όμως καθημερινά σκοτώνω.
Ο αδελφός εκείνος έκανε την ίδια ερώτηση και στον αββά Ανούβ, μεταφέροντάς του και αυτό πού είπε ο αββάς Ποιμήν και του λέει ο αββάς Ανούβ
 Καλά σου είπε. Έτσι είναι. Γιατί αν ένας άνθρωπος φτάσει στο μέτρο του ρητού αυτού και δει τα σφάλματα του αδελφού του,  κατορθώνει με τη δύναμη της αρετής του νά τα καταπιεί.
Και ποία είναι αυτή ή αρετή του; ρώτησε ο αδελφός.
Η αυτομεμψία, απάντησε ο γέροντας. Γιατί οποίος τα βάζει με τον εαυτό του, δικαιώνει τον πλησίον του. Και αυτή ή αρετή κρύβει τα ελαττώματα του πλησίον. Είπε πάλι (ο ίδιος): Εγώ λέω, όπου ρίχνεται ο σατανάς, εκεί ρίχνομαι.
Μίαν άλλη φορά είπε: Εργαλεία (για την προκοπή και τη σωτηρία) της ψυχής είναι το νά συντρίβεται κανείς ενώπιον του Θεού, το νά μην υπολογίζει Τον εαυτό του και το νά παραμερίζει το θέλημά του.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Σισώη:
Αββά, βλέπω ότι ή μνήμη του Θεού βρίσκεται πάντα στο νου μου.
Δεν είναι σπουδαίο, είπε ο γέροντας, νά κρατάς το λογισμό σου στο Θεό. Σπουδαίο είναι νά βλέπεις τον εαυτό σου κατώτερο απ' όλα τα κτίσματα. Γι' αυτό, άλλωστε, και ο σωματικός κόπος οδηγεί στην ταπεινοφροσύνη.
Ρώτησαν κάποιον γέροντα, πότε αποκτά ή ψυχή ταπείνωση. Και αποκρίθηκε:
Όταν φροντίζει για τις αμαρτίες της.
Άλλος γέροντας είπε: Ή ταπείνωση δεν οργίζεται ούτε και εξοργίζει κανέναν.
Ρώτησαν άλλον γέροντα: Τι ειναι ταπείνωση; Και απάντησε:
Το νά σε αδικήσει ο αδελφός σου, κι εσύ νά Τον συγχωρήσεις πριν σου ζητήσει συγχώρηση.
   Οι γέροντες έλεγαν, πώς, όταν δεν έχουμε πόλεμο (από τούς δαίμονες και τα πάθη μας), τότε πολύ περισσότερο πρέπει νά ταπεινωνόμαστε' γιατί μας σκεπάζει ο Θεός, πού γνωρίζει την αδυναμία μας. "Αν όμως καυχηθούμε, τότε παίρνει από μας τη σκέπη Του και χανόμαστε.
Κάποιος αδελφός ρώτησε ένα γέροντα:  Τι είναι ή κατά Θεό προκοπή του ανθρώπου;
Ή προκοπή του ανθρώπου είναι ή ταπείνωση, απάντησε ο γέροντας. Γιατί όσο ο άνθρωπος κατεβαίνει και ταπεινώνεται, τόσο ανεβαίνει και προκόβει.
Ένας γέροντας είπε: Αν πεις σε κάποιον, "Συγχώρεσέ με", ταπεινώνοντας τον εαυτό σου, καις τούς δαίμονες.
Του αββά Ησαΐα
Όποιος έχει ταπεινοφροσύνη, γλώσσα δεν έχει για νά ελέγξει τον ένα, πού είναι αμελής, ή τον άλλο, πού εΙναι ασεβής ούτε μάτια έχει, για νά παρατηρεί τα ελαττώματα άλλου. Ούτε αυτιά έχει, για ν' ακούει όσα δεν ωφελούν την ψυχή του. Και δεν έχει νά μιλήσει σε κανέναν για τίποτε άλλο, παρά μόνο για τις αμαρτίες του. Αλλά και με όλους τούς ανθρώπους έχει ειρηνικές σχέσεις όχι για κάποια φιλία αλλά για χάρη της εντολής του θεού (Μάρκ. 9:50)." Αν κανείς δεν βαδίζει το δρόμο τούτο (της ταπεινοφροσύνης), ακόμα κι αν νηστεύει (αυστηρά, τρώγοντας κάθε) έξι μέρες, ή επιδοθεί σε (οποιουσδήποτε) μεγάλους αγώνες, χαμένοι πηγαίνουν όλοι του οι κόποι.
Μην αποφύγεις από ακηδία κανένα κόπο, γιατί ο κόπος και ή κακοπάθεια και ή σιωπή γεννούν την ταπείνωση. και ή ταπείνωση συγχωρεί κάθε αμαρτία. Και νά γνωρίζεις τούτο, ότι όσο ο άνθρωπος δεν φροντίζει (νά ελευθερώσει) τον εαυτό του (από τα πάθη), έχει την εντύπωση ότι εΙναι φίλος του Θεού. Αν όμως (φροντίσει νά) ελευθερωθεί από τα πάθη, ντρέπεται νά σηκώσει (ακόμα και) τα μάτια του στον ουρανό (και νά σταθεί) μπροστά στο θεό. γιατί τότε (ακριβώς είναι πού) βλέπει πόσο πολύ έχει απομακρυνθεί από το θεό.
Το νά μην τραυματίζεις τη συνείδηση του πλησίον γεννάει την ταπεινοφροσύνη. Η ταπεινοφροσύνη γεννάει τη διάκριση. Και ή διάκριση καταργεί όλα τα πάθη, αφού ξεχωρίσει το ένα από το άλλο.
Του άββα Μάρκου
Όπως είναι ασuμβίβαστo στο μετανοούντα νά υψηλοφρονεί, έτσι είναι αδύνατον και σ' εκείνον πού θεληματικά αμαρτάνει νά ταπεινοφρονή.
Η ταπεινοφροσύνη δεν είναι καταδίκη συνειδήσεως, αλλά βέβαιη εσωτερική πληροφορία της χάριτος τού θεού και της συμπάθειάς Του.
Του άγίου Διαδόχου
Η ταπεινοφροσύνη είναι κάτι πού δύσκολα κανείς αποκτά' γιατί όσο μεγάλο πράγμα είναι, τόσο με πολλούς αγώνες κατορθώνεται. 'Έρχεται όμως με δύο τρόπους σ' εκείνους πού μετέχουν στη θεία γνώση.  Όταν δηλαδή ο αγωνιστής της ευσέβειας βρίσκεται σε μια μέση κατάσταση της πνευματικής πείρας, τότε έχει κάπως ταπεινότερο το φρόνημα, είτε λόγω ασθένειας τού σώματος είτε εξαιτίας εκείνων, πού χωρίς λόγο εχθρεύονται όσους αγωνίζονται για (νά τηρούν) το νόμο τού θεού, είτε εξαιτίας των πονηρών λογισμών. Όταν όμως ο νούς, με οξυμένη την (πνευματική) αίσθηση και με (εσωτερική) πληροφορία, καταυγασθεί από τη θεία χάρη, τότε ή ψυχή έχει την ταπεινοφροσύνη σαν φυσική' γιατί καθώς διαποτίζεται από τη θεία χάρη, δεν μπορεί πια νά παρασύρεται από την έπαρση στον όγκο της φιλοδοξίας, ακόμα κι αν εργάζεται ακατάπαυστα τις εντολές τού θεού. 'Απεναντίας, θεωρεί τον εαυτό της ακόμα χειρότερο, γιατί αξιώθηκε νά την επισκιάσει ή θεία συγκατάβαση.
Εκείνη ή (πρώτη) ταπεινοφροσύνη έχει συνήθως λύπη και στενοχώρια, ενώ αυτή (ή δεύτερη) έχει χαρά και σεμνότητα γεμάτη σοφία. Γι' αυτό ή πρώτη έρχεται σ' εκείνους πού βρίσκονται στη μέ-ση των αγώνων, όπως είπα, ενώ ή άλλη στέλνεται σ' εκείνους πού πλησιάζουν την τελειότητα. Και γι' αυτό ή πρώτη πολλές φορές εξαπατάται από τις επιτυχίες της ζωής αυτής, ενώ ή άλλη, ακόμα κι αν της προσφέρουν όλες τις βασιλείες του κόσμου, ούτε επηρεάζεται ούτε αισθάνεται διόλου τα φοβερά βέλη της αμαρτίας.
 Γιατί, σαν πνευματική πού είναι ολοκληρωτικά, αγνοεί σε κάθε περίσταση τις υλικές προσφορές.
 Πρέπει όμως ο αγωνιστής με κάθε τρόπο νά περάσει από την πρώτη για νά φτάσει στη δεύτερη' γιατί αν ή χάρη δεν μαλακώσει προηγουμένως με την πρώτη, μέσω των παιδαγωγικών θλίψεων, το αυτεξούσιό μας - δοκιμάζοντάς μας έτσι, αλλά χωρίς νά μας αναγκάζει δεν μας χαρίζει την πολυτέλεια της δεύτερης,  (της τέλειας δηλαδή ταπεινοφροσύνης).
Του άγίου Μαξίμου
Η ταπεινοφροσύνη είναι μια ακατάπαυστη προσευχή με δάκρυα και κακοπάθεια, Αυτή επικαλείται πάντα τη βοήθεια του Θεού, και δεν αφήνει (Τον άνθρωπο) νά θαρρεύεται ανόητα στη δική του δύναμη και σοφία ούτε νά υπερηφανεύεται έναντι αλλού. Αυτά είναι φοβερές αρρώστιες του πάθους της υπερηφάνειας,
Του αββά 'Ισαάκ
  Ο άνθρωπος πού έφτασε νά κατανοήσει πόσο άρρωστος είναι (πνευματικά), αυτός έφτασε στην τελειότητα της ταπεινοφροσύνης και της επιγνώσεως του Θεού, Γι' αυτό και, καθώς συνεχώς κινείται (εσωτερικά) σε ευχαριστία (του Θεού), πάντοτε είναι πλούσιας σε θεία χαρίσματα.
Στόμα πού ευχαριστεί ακατάπαυστα το Θεό, δέχεται την ευλογία Του' και καρδιά πού παραμένει στην ευχαριστία, δέχεται συνεχώς αύξηση της χάριτος.
Πριν από τη χάρη πηγαίνει ή ταπείνωση, όπως ακριβώς και πριν από τον πειρασμό πηγαίνει ή οίηση.

ΙΘ. ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΗΤΑΜΕ ΤΙΜΕΣ Η ΝΑ ΘΕΛΟΥΜΕ ΠΡΩΤΕΙΑ. Η ΤΑΠΕΙΝΟΛΟΓΙΑ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΕΝ ΩΦΕΛΕΙ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΒΛΑΠΤΕΙ, ΕΝΩ ΟΙ ΕΠΑΙΝΟΙ ΔΕΝ ΒΛΑΠΤΟΥΝ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΧΕΙ.
Του άγίου Έφραίμ
    ΑΔΕΛΦΕ, γιατί πλανιέσαι και, παρασυρμένος απ' το διάβολο, ανέρχεσαι σε αξιώματα πού δεν θα σε ωφελήσουν, περιβάλλοντας τον εαυτό σου με (εφήμερη) τιμή;" Ακου τον απόστολο, πού λέει: «ου γαρ ο εαυτόν συνιστών, εκείνός εστί δόκιμος, αλλ' αν ο Κύριος συνίστησιν» (Β' Κορ. 10:18). Άλλά και ο Κύριος λέει: «Πώς δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξα παρά αλλήλων λαμβάνοντες, και την δόξα την παρά τον μόνου Θεού ου ζητείτε;»(Ίω.5:44).
Σύνελθε λοιπόν, αγαπητέ, και σκέψου για ποια αιτία απαρνήθηκες τον μάταιο βίο και το διάβολο και την υπερηφάνεια του, και πάψε νά φρονείς πια τα κοσμικά. Δεν ξέρεις ότι, αν καταφρονήσεις τον πλησίον σου
πέφτεις στην αμαρτία της φιλαυτίας και της κενοδοξίας; Σκέψου όμως, ότι τίμησες κιόλας τον εαυτό σου περισσότερο από Τον αδελφό σου και πήρες θέση ανώτερη από τη δική του με τη φιλονικία και με τη φιλαυτία και με το νά μη θέλεις νά ταπεινωθείς μπροστά του. Άραγε αυτή ή κενοδοξία θα σε παρουσιάσει ευάρεστο ατό Θεό και θα σου εξασφαλίσει και τη (δική Του)τιμή έκει; Καθόλου. Γιατί ο ίδιος είπε: 'Ος εάν θέλει εν υμίν μέγας γενέσθαι, εσται υμών διάκονος, και ος εάν θέλει εν υμίν εΙναι πρώτος, εσται υμών δούλος (Ματθ. 20:26-27).

Πρόσεχε λοιπόν, αδελφέ, μήπως, θέλοντας νά είσαι πιο πάνω από τον αδελφό σου, θεωρηθείς ελάχιστος εκεί, στη μέλλουσα ζωή (πρβλ. Ματθ. 5:19), και ακούσεις αυτό πού άκουσε εκείνος ο φιλόδοξος πλούσιος, την ώρα πού βασανιζόταν μέσα στην άσβεστη φωτιά: «Μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή! σου»(Λουκ. 16:25). Γιατί είναι γραμμένο: «τα υψηλά εν ανθρώποις, βδελυκτά  παρά Θεώ εισί» (πρβλ. Λουκ. 16:15).
Μην αγαπάς λοιπόν την τιμή των ανθρώπων, γιατί δεν παραμένει αιώνια, σύμφωνα μ' αυτόν πού είπε: «Πάσα σαρξ χόρτος, και πάσα δόξα ανθρώπου ως ανθός χόρτου» ("Ησ. 40:6. Α' Πέτρ. 1:24). , Απαρνήσου το ζυγό του εχθρού και την υπερηφάνεια του, και βάλε τον αυχένα σου κάτω από Τον καλό ζυγό του Δεσπότη μας. Γιατί ο ίδιος είπε: «Πάς ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 14:11. 18:14). και αλλού: «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Παροιμ. 3:34. Ίακ. 4:6. Α' Πέτρ. 5:5).
Ας φοβηθούμε λοιπόν, αγαπητέ, μήπως πει και για μας, ότι «ηγάπησαν την δόξα των ανθρώπων μάλλον υπέρ την δόξα τού Θεού» (Ίω. 12:43), και ας ταπεινωθούμε, για χάρη του Κυρίου, μπροστά σε όλους, για ν' αξιωθούμε και την εδώ και την εκεί ανάπαυση. Γιατί 'Εκείνος (πάλι) είπε: «Μάθετε απ' εμού, ότι πράος ειμί Και ταπεινός τη καρδία και ευρησετε ανάπαυσιν ταίς ψυχαίς υμών» (Ματθ. 11:29).

Από το Γεροντικό

Ένας αδελφός επισκέφθηκε τον αββά Σεραπίωνα. "Ο γέροντας Τον παρακινούσε νά κάνει ευχή, όπως ήταν ή συνήθεια. 'Εκείνος όμως δεν δεχόταν, αποκαλώντας τον εαυτό του αμαρτωλό και ανάξιο του μοναχικού σχήματος. "Ο γέροντας θέλησε επίσης νά του πλύνει τα πόδια, (σύμφωνα με άλλη συνήθεια της εποχής), αλλά κι αυτό δεν το δεχόταν ο αδελφός, προβάλλοντας τούς ίδιους λόγους.
Στη συνέχεια ο γέροντας έστρωσε το τραπέζι και τον έβαλε νά καθίσει. Κάθισε κι ο ίδιος και άρχισε νά τρώει μαζί του. Στο μεταξύ τον νουθετούσε και έλεγε:
Παιδί μου, αν θέλεις νά ωφεληθείς, μείνε καρτερικά στο κελί σου και πρόσεχε τον εαυτό σου και το εργόχειρό σου' γιατί δεν σε ωφελούν τόσο οι επισκέψεις και οι συναντήσεις, όσο ή παραμονή στο κελί σου.
Ό αδελφός, όταν άκουσε τα λόγια αυτά, δυσφόρησε. Το πρόσωπό του άλλαξε έκφραση, πράγμα πού δεν έμεινε απαρατήρητο από το γέροντα. του είπε λοιπόν:
 Μέχρι τώρα βεβαίωνες πώς είσαι αμαρτωλός και κατηγορούσες τον εαυτό σου, λέγοντας πώς είναι ανάξιος και νά ζει. Και επειδή σε συμβούλεψα με αγάπη, τόσο πολύ εξαγριώθηκες;" Αν λοιπόν θέλεις νά είσαι (πραγματικά) ταπεινός, μάθε νά σηκώνεις με γενναιότητα όσα σου προξενούν οι άλλοι, και νά μη λες παχιά λόγια. 'Ακούγοντας αυτά ο αδελφός, έβαλε μετάνοια στο γέροντα κι έφυγε πολύ ωφελημένος.

Από τον άγιο Βαρσανούφιο

Κάποιος αδελφός ρώτησε τον αββά 'Ιωάννη τον προφήτη:
Τι πρέπει νά κάνει εκείνος πού θέλει νά ζήσει ησυχαστική ζωή, για (ν' αποφύγει) τη φήμη πού θα δημιουργηθεί (τυχόν) γύρω από το πρόσωπό του;
Γιατί ίσως νά τον βλάψει ή φήμη πού θα ξεπερνάει την πραγματικότητα, καθώς είπαν και οι Πατέρες: Αλίμονο στον άνθρωπο εκείνο, πού το όνομα του είναι μεγαλύτερο από τα έργα του". και ο γέροντας απάντησε:
 Το νά έχει κανείς όνομα η δόξα μεγαλύτερη από την εργασία του, δεν τον βλάπτει σε τίποτα φτάνει νά μην
 αισθάνεται ευχαρίστηση από τα όσα (εγκωμιαστικά) λένε  για  κείνων και νά μη συμφωνεί μ' αυτά  όπως ακριβώς δηλαδή κι ένας άνθρωπος πού συκοφαντείται για φόνο (δεν είναι ένοχος ενώπιον του Θεού), αφού δεν έχει κάνει αυτό το έγκλημα. Εκείνος λοιπόν (πού τον τιμούν υπερ-βολικά) πρέπει νά σκέφτεται: "Οι άνθρωποι δεν ξέρουν ποιος είμαι, γι' αυτό με έχουν σε υπόληψη

ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ