Η ΑΡΑΧΝΗ



Η ΑΡΑΧΝΗ

Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ ζοῦσε μιὰ κόρη' ποὺ τὴν ἔλεγαν Ἀράχνη. ῏Ηταν  ψηλή'  περήφανη' κι ἐπιτήδεια  σὲ  ὅλες τὶς δουλειές. Μιὰ  ἐργασία  ὅμως προτιμοῦσε περισσότερο ἀπ᾽ ὅλες. Σκυμμένη στὸν ἀργαλειό της' ὅλη μέρα ὕφαινε. Μόνη της ἔκλωθε τὸ νῆμα' ψιλὸ καὶ γυαλιστερό' ἔπειτα τὸ τέντωνε στὸ τελάρο κι ἄρχιζε τὴ  δουλειά. Γοργὰ καὶ ἐπιτήδεια  τὰ λεπτά  της δάχτυλα  πετοῦσαν τὴ σαΐτα'  καὶ στὰ χέρια της γίνονταν ἀριστουργήματα. Χαμογελώντας περνοῦσε τὸ χέρι ἀπάνω στὸ μαλακὸ ὕφασμα καὶ χαιρόταν τὴν ὀμορφιά του.
Σὰν ἐκείνη καμιὰ γυναίκα δὲν ὕφαινε!
Τὸ ἤξερε καὶ τὸ εἶχε καμάρι καὶ μιὰ μέρα εἶπε:
- Κανένας δὲ  μὲ  περνᾶ στὴν τέχνη  μου' οὔτε ἄνθρωπος οὔτε θεός· κι αὐτὴ ἀκόμα ἡ μεγάλη Ἀθηνᾶ!
Τὸ ἄκουσε ἡ Ἀθηνᾶ' καὶ πολὺ τῆς βαρυφάνηκε. ᾽Εκείνη εἶχε μάθει τὶς γυναῖκες νὰ ὑφαίνουν' καὶ τώρα ἔβγαινε ἕνα θνητὸ κορίτσι' ποὺ τολμοῦσε νὰ πῆ τέτοιο λόγο;
Ντύθηκε γριὰ γυναίκα  καὶ κατέβηκε  στὴ γῆ· Ἀπὸ  τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα τῆς Ἀράχνης. ἔβλεπε τὴν κόρη στὸν ἀργαλειό της νὰ τραγουδᾶ' καὶ τὰ σκαλιστὰ βαρίδια σειοῦνταν μὲ τὸν ἄνεμο' καὶ τὸ ζωηρό τους κουδούνισμα συνόδευε τὸ τραγούδι της.
Ἡ γριὰ μπῆκε μέσα.
- ῾Ωραία εἶναι ἡ δουλειά σου' κόρη μου' εἶπε μὲ γεροντικὴ τσακισμένη  φωνή. Ἀλήθεια' χάρη νὰ ἔχη καὶ ἡ Ἀθηνᾶ  ἡ ἀθάνατη'  ποὺ ἔδωσε στὶς  γυναῖκες  τὸν ἀργαλειὸ  καὶ  τῆς ἔμαθε λίγη  ἀπὸ τὴν τέχνη της.
Ἡ Ἀράχνη τὴν κοίταξε καὶ χαμογέλασε.
- Λίγη  ἀπὸ τὴν τέχνη  της' λές; ῾Η Ἀθηνᾶ  τάχα ξέρει νὰ κάνη ὕφασμα σὰν αὐτό; Κοίταξέ το!
Καὶ μὲ γρήγορη κίνηση ἔσπρωξε τὰ χτένια καὶ σταμάτησε
τὴ  δουλειά. της'  νὰ δῆ ἡ γριὰ  τὸ ἔργο της. ᾽Εκείνη ὅμως κούνησε τὸ κεφάλι της.
- Πρόσεχε' κόρη μου' εἶπε· μὴ λὲς  τέτοια  λόγια. Ποιὸς ξεπερνᾶ ποτὲ τοὺς θεούς ; ῾Ωραῖο  εἶναι τὸ ἔργο σου' δὲ λέω' μᾶ μετριέται  μὲ  τίποτα  ἐκεῖνο ποὺ βγαίνει  ἀπὸ  ἀθάνατα χέρια;
῾Η Ἀράχνη ἔγειρε λίγο τὸ κεφάλι καὶ ὕψωσε κοροϊδευτικὰ τὰ φρύδια της.
- ῎Ετσι'  νομίζεις' μάνα; Κι ἄρχισε πάλι  νὰ ρίχνη τὴ σα- ΐτα.  Κρίμα'  ποὺ δὲ  μᾶς ἀκούει ἡ  Ἀθηνᾶ' νὰ ἐρχόταν  νὰ μετρηθοῦμε. Κι ἐγὼ ἤθελα  νὰ ἔβλεπα τὴν τέχνη  της'  ποὺ τόσο τὴν παινεύουν!..
- Ἀλήθεια θὰ τὸ ἤθελες; ρώτησε ἡ γριά.
- Ἀφοῦ σοῦ λέω' ἀπάντησε ἡ κόρη.
- ᾽Εδῶ εἶμαι λοιπόν! φώναξε τότε ἡ Ἀθηνᾶ' πετώντας  τὰ κουρέλια της καὶ δείχνοντας τὴν ἀληθινὴ  μορφή της. Καὶ τώρα' θέλεις νὰ μετρηθοῦμε;
Τὴν κοίταξε στὸ πρόσωπο ἡ Ἀράχνη'  καὶ δὲ  φοβήθηκε τὰ ὡραῖα της μάτια.
-  Τὸ  θέλω!  εἶπε.  Νά'  ἕνας  ἀργαλειὸς  τεντωμένος  κι ἕτοιμος.
Κάθισε  ἡ Ἀθηνᾶ  καὶ  ἄρχισε νὰ ὑφαίνη. Ἀλήθεια στὰ γυναικεῖα  ἔργα ἦταν ἐπιτήδεια  ἡ πολεμικὴ θεά.
Μὲ   σουφρωμένα φρύδια ἐργαζόταν  στὸν  ἀργαλειό  της καὶ  προσπαθοῦσε  νὰ  κάμη  τέλειο  τὸ  ὕφασμά της'  γιατὶ βαθιὰ τὴν  εἶχαν  πληγώσει τὰ λόγια  τῆς  κόρης. Καὶ  λίγο λίγο  μάκραινε τὸ ὕφασμα' καὶ ἦταν  πολὺ ὡραῖο' λεῖο καὶ λεπτό. Παράσταινε διάφορες σκηνὲς  πολεμικές' σωροὺς ἀπὸ πτώματα' ὅπλα σπασμένα' ἄλογα πληγωμένα' πολεμιστὲς ματωμένους' ποὺ ἀκόμα βαστοῦσαν τὸ σπαθί. Σὲ ὅλες ὅμως τὶς μάχες' ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ οἱ θεοὶ νικηφόροι' κι ἀπὸ τὴν
ἄλλη οἱ ἄνθρωποι νικημένοι καὶ σπασμένοι.
Σήκωσε μὲ καμάρι τὸ κεφάλι της ἡ Ἀθηνᾶ.
Ἀλήθεια'   πιὸ    ὄμορφο   πράμα'    δὲν    εἶχε    ξαναϊδεῖ μάτι ἀνθρώπινο. Γύρισε καὶ κοίταξε τὴν Ἀράχνη μὲ περιφρόνηση.
Λεπτὴ  καὶ  λυγερή'  ἔσκυβε στὸν ἀργαλειό της  ἡ κόρη' καὶ τ’ ἄσπρα της τὰ χέρια πηγαινοέρχονταν.  Τὰ μάτια της γυάλιζαν ἀπὸ χαρὰ καὶ τὰ μάγουλά της ἦταν ροδοκόκκινα.
Ὄμορφα ἦταν  καὶ  τ’ ἄλλα  της  τὰ  ἔργα'  μὰ σὰν αὐτὸ κανένα  δὲν  ἦταν.  Στὸ  ὕφασμα  ἔβλεπες  διάφορες εἰκόνες ἁρμονικὲς  καὶ  ζωντανὲς  καὶ  τόσο τέλεια  ἐργασμένο ἦταν' ποὺ λὲς κι ἄκουες τὰ δέντρα νὰ μουρμουρίζουν καὶ τὰ πουλιὰ νὰ κελαηδοῦν.
Τὸ εἶδε ἡ Ἀθηνᾶ  καὶ μαύρισε ἡ καρδιά της. ῾Η τέχνη της δὲν ἔφτασε ὡς ἐκεῖ.
῞Οταν ὅμως σήκωσε τὰ μάτια ἡ κόρη καὶ κοίταξε χαμογελώντας  τὴ  θεά'  βέβαιη γιὰ  τὴ  νίκη  της'  ὁ θυμὸς κυρίεψε τὴν Ἀθηνᾶ. Ἅρπαξε τὸ ἀριστούργημα τῆς Ἀράχνης' τὸ ξέσκισε καὶ τὸ πέταξε στὸ πρόσωπο τῆς κόρης.
῾Η προσβολὴ ἔτσουξε τὴν  Ἀράχνη.  Πετάχτηκε ἀπάνω' ὄχι πιὰ γελώντας' μὰ θυμωμένη κι ἐκείνη' καὶ στάθηκε  μὲ φοβέρα μπρὸς στὴν Ἀθηνᾶ.
Ἀλλὰ  ἀκόμα δὲν  εἶχε  ἐκδικηθῆ  ἀρκετὰ  ἡ θεά'  καὶ  μὲ γρήγορη  κίνηση  χτύπησε  μὲ  τὸ ραβδί της  τὴν  κόρη  στὸν ὦμο'  κι  ἀμέσως  ζάρωσε  τὸ  ὄμορφο κορμί'  μίκρυνε  καὶ μαύρισε κι ἔγινε ζωύφιο μικρό' μαυριδερὸ μὲ μεγάλο κεφάλι καὶ λεπτὰ ποδαράκια.
- ῎Ετσι τιμωροῦνται ὅσοι τὰ βάζουν μὲ τοὺς θεούς' φώνα- ξε ἡ Ἀθηνᾶ.  Ὕφαινε τώρα ὕφαινε ἀδιάκοπα. Ἄλλη  δουλειὰ δὲ θὰ ἔχης στὴ ζωή' μὰ ὁ ἄνεμος θὰ σκίζη τὸ ἕργο σου' ὅπως τὸ ἔσκισα ἐγώ'  καὶ πάντα  μοναχή σου θὰ κλαῖς  τὴ  μοίρα
σου!
Ἀπὸ τότε ἡ Ἀράχνη' ὅλο ὑφαίνει καὶ ὅλο καταστρέφεται ἡ ἐργασία της. Κρυμμένη σὲ γωνιές' σὲ χαμόκλαδα' γυρεύει νὰ ξεχάση τὴ ντροπή της' μὰ ἡ δυστυχία τὴν ἔκαμε κακιά' κι ὅ'τι  πέση στὸν ἱστό της'  ἢ μύγα ἢ κανένα ἄλλο μικρὸ ζωύφιο' τὸ σκοτώνει καὶ τὸ τρώει ἀλύπητα.

Ἀλεξάνδρα Δέλτα

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »