Το παιδί με τα σπίρτα



Οι πέντε δρόμοι κι’ ο άνθρωπος
Το πρόσωπο του, σα νάναι χυμένο τσιμέντο
δεμένο με σίδερο, γωνία που ξέφτισε ή λαμαρίνα
σε φθαρμένο καράβι. Πάνω του πέρασαν όλοι οι καιροί:
ο εργοδότης του, η φτώχεια του, ο πόλεμος. Πέρασαν
βλέμματα που έπεφταν σαν σπαθιά και το ξέσκιζαν.
Δεν πουλάνε γι’ αυτόν τα καταστήματα τίποτα.
Δεν έχει μετά που να πάει. Στους πέντε
περιφέρεται δρόμους της γης όταν κλείνει

το μαγαζί του ο ήλιος.


Ένας άνθρωπος στο λιμάνι
Η πίκρα που έγινε μια πέτρα που τίποτα δε θα μπορούσε πια να την άνοιγε. Τα χείλη του σφίχτηκαν. Έστεκε ακίνητος σαν απολίθωμα που ξέβρασε η θάλασσα. Τα δέκα του δάχτυλα τα βάσταζαν κάτι φλέβες που κρέμονταν, γιομάτες αλάτι, φύκια που σάπιζαν’ ενώ τα ξυπόλητα πόδια του, τρύπια, φαγωμένα θαρρείς κ’ ήταν ένα σχεδόν με την πέτρα που πάταγαν.
Όταν νυχτώνει δε βλέπεις καλά. Θαρρείς κ’ έχουν χάσει πια τα όρια τους οι πέτρες κ’ οι άνθρωποι.

Το παιδί με τα σπίρτα
Το παιδί της μεγάλωσε. Έκλεισε σήμερα τα έξη του χρόνια. Το χτένισε όμορφα. Δε θάχει πια ανάγκη. Περνά και το βλέπει. Στη γωνιά της πλατείας στέκει σαν άντρας. Απ’ τα πέντε κουτιά τα σπίρτα έχει κιόλας πουλήσει τα τέσσερα. – Παίζει ο χειμώνας στα δέκα του δάχτυλα. Έγινε νύχτα. Κοιτάζει η μητέρα του δεξιά της, ζερβά της,
απάνω και κάτω. Σκοτάδι:
«Ας μπορούσεν ανάβοντας το παιδί μου ένα σπίρτο να φωτίσει τον κόσμο.


Νικηφόρος Βρετάκος

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »