Τὸ χάρτινο κιβώτιο



Τὸ χάρτινο κιβώτιο
῎Εκαμε  τὸ σταυρό της  καὶ  ἔπειτα  ἔριξε μιὰ ματιὰ  στὰ παιδιά της· ἡ ἀναπνοούλα τους ἀκουγόταν ἐλαφρά· κοιμόνταν ἥσυχα ἥσυχα'  σὰν σὲ  θεῖο παράδεισο' εὐλογημένα ἀπὸ τὰ χέρια μὲ τὶς θεῖες πληγές!
῞Οταν ὅμως τὸ βλέμμα της ἔπεσε στὸ τραπέζι' εἶδε ἐκεῖ πάνω  ἕνα κιβώτιο  χάρτινο'  σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἄφησε ὁ θεῖος ἐπισκέπτης.  Μὲ  ὅλη τὴν ἀδυναμία της ἔτρεξε καὶ τὸ πῆρε στὰ χέρια της· τῆς φάνηκε πολὺ βαρύ. Τὸ ἄνοιξε· ὤ τὸ θαῦμα! χίλια δυὸ καλά.
-  Χριστέ  μου! Χριστέ  μου! εἶπε  πάλι.  Καὶ  ἄρχισε  νὰ φωνάζη μὲ χαρὰ τὰ παιδάκια της :
- Θοδωράκη' Φανή! Ξυπνῆστε! Σηκωθῆτε γρήγορα!
Καὶ τὰ ἔπιανε πότε ἀπὸ τὰ πόδια' πότε ἀπὸ τὰ χέρια νὰ ξυπνήσουν.
Τὰ  δυὸ παιδιὰ  ξύπνησαν  τέλος  ἀπὸ  τὸν  βαθὺ  πρωινὸ
ὕπνο καὶ καθισμένα στὸ κρεβάτι ἔτριβαν τὰ ματάκια  τους. Τρομαγμένα  ἀπὸ  τὸ  πρωινὸ  ἀγουροξύπνημα ρώτησαν  μὲ ἀπορία:
- Γιατί'  μανούλα' μᾶς ξύπνησες τόσο πρωί;
᾽Ελάτε' ἐλάτε γρήγορα νὰ δῆτε· τοὺς ἀπάντησε καὶ τοὺς ἔδειξε τὸ κιβώτιο.
Τί  νὰ  δοῦν! ᾽Επάνω  ἦταν  δύο ζευγαράκια  παπούτσια ἀκριβῶς στὸ πόδι τους· ἕνα κοστούμι γιὰ  ἀγόρι' ἕνα φορεματάκι ζεστὸ γιὰ  κοριτσάκι'  ἕνα φόρεμα μάλλινο  σὲ πήχεις γυναικεῖο' δύο τόπια πολύχρωμα' μιὰ κούκλα καὶ ἕνας σιδηρόδρομος' σιδηρόδρομος σωστὸς μὲ  μηχανή'  σκευοφόρο καὶ βαγόνια. Τὰ παιδιὰ δὲ χόρταιναν νὰ τὰ βλέπουν καὶ τὰ δάχτυλά τους ἄρχισαν νὰ τὰ ψάχνουν.
Ἀπὸ κάτω  ἦταν καὶ δεύτερος θησαυρός. Κουτιά'  κουτιὰ χάρτινα  καὶ  τενεκεδένια. Ἄλλα  εἶχαν  κρέας' ἄλλα  ψάρια' ἄλλα συμπυκνωμένο γάλα'  ἄλλα νωπὸ βούτυρο' ἄλλα φιστίκια'  γαλατάκια' ζάχαρη' σοκολάτα'  τσάι'  καραμέλες' ἀφράτα μπισκότα· ὡς καὶ βόλοι ἦταν  μέσα' νὰ παίζουν τὰ παιδιά.
Τὰ ὀρφανὰ τὰ ἔχασαν· ποιός τάχα νὰ ἔστειλε τὰ πολύτιμα πράγματα! Καὶ ἔκπληκτα ρώτησαν:
- Ποιός τὰ ἔφερε αὐτά' μητέρα;
Ὁ καλὸς Χριστός! Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου!
῾Ο Θοδωράκης ἀνυπόμονος πῆρε τὸ κοστούμι καὶ ἄρχισε νὰ τὸ ἐρευνᾶ. Σὲ μιὰ τσέπη βρῆκε ἕνα φάκελο.
- Μανούλα' κοίταξε ἐδῶ' ἕνα γράμμα· εἶπε καὶ τὸ ἔδωσε στὴ μητέρα του.
Τὸ ἄνοιξαν· εἶχε μέσα ἕνα χαρτονόμισμα τῶν 10 δολλαρίων καὶ ἕνα σημείωμα ἑλληνικὰ  γραμμένο:
«Μιὰ οἰκογένεια ἀπὸ τὸν Καναδὰ στέλνει τὸ μικρὸ αὐτὸ δῶρο σὲ μία ῾Ελληνίδα μητέρα καὶ στὰ παιδάκια της». Τὴν
ὥρα ἐκείνη - εἶχε βγῆ πιὰ ὁ ἥλιος - ἄνοιξε ἡ θύρα τοῦ σπιτιοῦ καὶ μπῆκε  μέσα ἡ κυρία Χαρίκλεια'  ἀδερφὴ τοῦ ᾽Ερυθροῦ Σταυροῦ καὶ γνωστὴ  κυρία τοῦ Φιλόπτωχου  Ταμείου τῆς ἐνορίας. Γύριζε ἀπὸ τὴ  λειτουργία  καὶ πέρασε νὰ πῆ  στὴν κυρα - ῎Αννα γιὰ τὸ δέμα' ποὺ εἶχε ἀφήσει περνώντας. Τὸ ἔστελνε  ὁ ᾽Ερυθρὸς Σταυρός'  ποὺ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ φροντίζει γιὰ τοὺς δυστυχισμένους ὅλου τοῦ κόσμου. Ἀλλὰ δὲν εἶπε τίποτε'  γιὰ νὰ μὴν ταράξη τὴν προσευχή τους.
Γονατισμένοι' μητέρα καὶ ὀρφανά' ἐμπρὸς στὰ εἰκονίσματα εὐχαριστοῦσαν τὸ Θεῖο Παιδάκι'  ποὺ γεννήθηκε τὴ  μέρα ἐκείνη'  γιὰ νὰ φέρη στὸ κόσμο τὴν παρηγοριά' τὴν ἀγάπη' τὴν  καλοσύνη.  Τὸ  παρακαλοῦσαν  ἀκόμη  νὰ  προστατεύη τὴν ἄγνωστη  καὶ μακρινὴ ἐκείνη οἰκογένεια μὲ τὴ γενναία χριστιανικὴ καρδιά.
Θερμὰ δάκρυα' ποὺ ἔλαμπαν σὰν διαμάντια'  κατέβαιναν ἀπὸ τὰ μάτια τους!

Νικόλαος Α. Κοντόπουλος

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »