Η αναμονή και το όνειρο Το καντηλέρι


Η αναμονή και το όνειρο  Το καντηλέρι 
Κοιτάζω την ώρα, δεν είναι να ρθείς.  Τα δέκα σου δάχτυλα μοιάζαν με δέκα κεριά. 
Γυρνώ το κλειδί στην πόρτα και παίρνω  Ακίνητα, διάφανα, θαρρούσε κανείς 
το πρώτο βιβλίο που δεν λέει τίποτα.  πως θα τ’ άνοιξε ο ήλιος. Αλλά έμειναν έτσι. 
Κι’ άξαφνα εκεί που διαβάζω, απαλαίνει  Άναψαν μόνο το βράδυ στον ύπνο μου. 
η ατμόσφαιρα γύρω μου’ γαλανίζει ανεπαίσθητα.  Σχημάτισαν πάνω στο τραπέζι μου ένα 
καντηλέρι. 
Έχεις μπει στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσεις.  Όλη νύχτα 
Όλα γίνονται διάφανα. Προχωρείς μ’ ένα πέπλο  φέγγαν τη λύπη μου. Με διαπέρναγαν όλον. 
ουρανού στο κεφάλι σου.  Διαπέρασαν ως κι’ αυτή τη σιωπή μου 
και φέγγαν την έρημο. 
Περπατώντας στα δάχτυλα 
Μουρμουρίζει, αγεράκι και φως, η ψυχή μου 
στα κλεισμένα σου βλέφαρα. Τώρα πια η ποίηση μου, 
-ξεβγαίνει απ’ τα μέτρα, λιγοστεύει τις λέξεις, 
προσπαθεί να τις σβύσει – το πολύ ως το βράδυ, 
θάχει γίνει ένας ζέφυρος. 

Νικηφόρος Βρετάκος

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »