Τά όνειρα μυρίζουν ταμπάκο



ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΥΡΙΖΟΥΝ ΤΑΜΠΑΚΟ

ΠΕΡΒΑΝΑ ΣΩΤΗΡΙΑ 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
(Απόσπασμα)
Κοίταξα τη μάνα στα μάτια. Το βλέμμα της άδειο, παραδομένο. Καθισμένη σιωπηλή στο εδώλιο του κατηγορουμένου με τα χέρια της σταυρωμένα στην ποδιά της. Δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό της, δεν προσπάθησε να απαλλαχτεί από τις κατηγορίες. «Εγώ το έκανα! Εγώ είμαι η φόνισσα!» μονολόγησε χαμηλόφωνα με τη φωνή ραγισμένη κι ύστερα σιώπησε κι έριξε το βλέμμα της στα πλεγμένα χέρια της. Ομιλίες αναδεύτηκαν στην κατάμεστη αίθουσα, ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου σαν φαρμακερό φίδι. Βούρκοι πηγμένοι τα μάτια μου. Ένας υπόκωφος θόρυβος σφυρο­κόπησε το έδρανο του δικαστή. Η απόφαση καταπέλτης. Ένοχη! Βυθίστηκα στο σκοτάδι, τα μάτια μου σάλεψαν ταραγμένα και καρφώθηκαν πάνω της. «Μάνα! Μάνα μου! Εγώ, εγώ είμαι η ένο­χη!» ούρλιαξα.
Πετάχτηκα πάνω αλαφιασμένη. Χτυπούσε το αίμα στις φλέβες μου, νόμιζες πως θα πεταχτεί απ’ τα ρουθούνια μου, έσταζαν τα μαλλιά μου απ’ τον ιδρώτα – τα έπιασα, ήταν μούσκεμα –, έτρεμαν τα πόδια μου. Έτρεξα γρήγορα στον καθρέφτη να δω. Με κοίταξα καλά και γαλήνεψα. «Θεέ μου, όνειρο ήταν», ψέλλι­σα, «πάει, πέρασε. Δόξα σοι ο Θεός», είπα κι άρχισα να σταυρο­κοπιέμαι...
Κανείς δεν το έμαθε, κανείς! Κανείς ποτέ δε θα μάθει γι’ αυτό το έγκλημα... Το ξέχασε μέχρι κι ο Θεός, ούτε ο ίδιος δεν το λογίζει για αμαρτία...
«Πρέπει να θυμιάσω, μεγάλη η χάρη σου, Θεέ μου...»
Σημαδιακό ήταν το όνειρο τούτο. Κακό αγγελιοφόρο μου ’στειλε ο Θεός να μου προφτάσει τα μαντάτα, κακά μαντάτα θα ’ρθουν, κάποιος το ξέρει...
«Παναγιά μου, βόηθα να γλιτώσουμε απ’ τη συμφορά που ζυγώνει, ας μην το πιούμε το ποτήριον τούτο...»
Αυτό ήταν το μόνο που ψιθύρισα μέσα απ’ τα δόντια μου κι ύστερα άφησα το όνειρο ανομολόγητο, μα η καρδιά μου έτρεμε, κλοτσούσε με μάνητα να γλιτώσει, να διαφύγει απ’ το μεγάλο κακό που ένιωθα να σέρνεται ύπουλα κρυμμένο κάτω απ’ τον σκο­τεινό μανδύα του ονείρου. Ο φόβος της αποκάλυψης του φονικού μαστίγωνε το μυαλό μου.
Πήγαινε καιρός που πίστευα πως το είχα ξεχάσει, πως η μνή­μη μου το είχε αποβάλει στη λήθη. Ένας φόνος δεν ξεχνιέται. Ακόμα κι απ’ τα βάθη της θάλασσας έρχεται η ώρα της αποκά­λυψης και της τιμωρίας, ψιθύρισε η συνείδησή μου και το κορμί μου ρίγησε...
Στάθηκα με τα μάτια κοκαλωμένα, πηγμένα στο βούρκο του εφιάλτη. Αποκοιμήθηκα όρθια. Έβλεπα τον εαυτό μου πάνω σε ένα άλογο να καλπάζει, τρανταζόμουν γαντζωμένη στα καπούλια του κι άκουγα τον αέρα να συρίζει στ’ αυτιά μου. Έτρεχε το άλογο το ψηλοκάπουλο, έτρεχα κι εγώ μαζί, κρατούσα τα γκέμια σφι­χτά. Μα όσο έτρεχα με τ’ άλογο, μίκραιναν, θαρρείς, τα δάχτυλά μου· γίνονταν λιλιπούτεια, σαν αυτά που είχα όταν ήμουν ακόμα κορίτσι μικρό. Κοίταξα τα χέρια μου με κατάπληξη. Ήταν απαλά τα δάχτυλά μου κι ακαταπόνητα. Άγγιξα με εκείνα τα παιδικά, αδούλευτα ακόμα χέρια τα μαλλιά μου· είχαν μακρύνει και χύνο­νταν στον άνεμο κύματα απαλά κι ακουμπούσαν στην πλάτη μου.
Μπούκλες ατίθασες, σκούρες, γυαλιστερές, κάλπαζαν στον αέρα, όπως ακριβώς αναριγεί το κύμα σα φυσάει από πάνω η αύρα μια πνοή.
Έφευγε κι ο πόνος στη μέση απ’ την τόση δουλειά στα χωράφια. Ένιωθα την πλάτη μου ίσια, χωρίς υποψία πόνου, ένιωθα τους γοφούς μου να μαζεύονται και την κοιλιά μου σφιχτή σαν και πρώτα, την εποχή που τα νιάτα ήταν και δικό μου απόκτημα, και τις γάμπες μου τις ένιωθα δυνατές, σαν και τότε, να χτυπάν τα πλευρά του αλόγου να τρέξει κι άλλο, πιο γρήγορα. Χλιμίντρισε τ’ άλογο, σηκώθηκε όρθιο στα δυο του πόδια, μ’ έριξε χάμω ανάσκε­λα. Έπεσα καταγής με την πλάτη και σηκώθηκα να τιναχτώ. Μα σα σηκώθηκα, ήμουν παιδούλα περίπου στα δέκα, μ’ ένα φουστάνι θαλασσί, μονόχρωμο, με μια άσπρη κορδέλα που ’δενε φιόγκος γύρω απ’ τη μέση μου. Ήμουν εγώ στα δέκα...
Εγώ η Κορνηλία... Η Κορνηλία Παρασίδη, η κόρη του Λεωνίδα Παρασίδη και της Πολύμνιας της Σμυρνιάς, μια παιδούλα μ’ αδύνατες γάμπες κι αστραγάλους, μια ξερακιανή μορφή λίγο παραπάνω μαυριδερή απ’ το κανονικό, ντυμένη με το θαλασσί μου φόρεμα, δυο μάτια μελιά όλο μου το πρόσωπο κι αχνά όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά. Δυο μάτια με χρυσές αχτίδες στους δίσκους τους που τρεμόπαιζαν στραφταλίζοντας, με βλεφαρίδες τεράστιες, γυαλιστερές, δυο μάτια που πετούσαν φλόγες, γιατί με κυρίευε η θέληση για ζωή· κι αυτή τη θέληση, καταπώς φαίνεται, αντιφέγγιζαν τα μάτια μου...
Η μάνα μου ήταν μια ξανθιά λυγερόκορμη γυναίκα, ήταν η Πολύμνια η Σμυρνιά – έτσι τη λέγαν όλοι, λες και θέλαν να της αποδώσουν έναν τίτλο σαν φόρο τιμής που δικαιωματικά της άξιζε και της τον φόρεσαν σαν χρυσοκέντητο μανδύα, μια πράξη σεβασμού στη σπανιότητά της. Ήταν από κείνες τις γυναίκες που σαν περ­πατούν τιθασεύουν θωριές στο βήμα τους. Σάρωνε με το γυάλινο, διάφανο βλέμμα της, εκείνο το βλέμμα της υπεροχής, της βαθιάς επίγνωσης και της αντίληψης της ωραιότητας. Ήξερε, είχε αιχ­μαλωτίσει ανήμπορες ματιές στο βάθος της δικής της, χαμογελού­σε μ’ αυταρέσκεια. Εκείνη μπορούσες να την κάνεις γυναίκα σου, μα όχι κτήμα σου. Ατιθάσευτη, αδάμαστη, ίδιο άγριο άτι...
«Κορνηλία, φκιάσε μ’ έναν καφέ, κορίτσι μ’, και να ’χεις την ευχή μου. Και κάτσε να σταυρώσουμε καμιά κουβέντα, να πούμε όσες προλαβαίνω κι είναι οι τελευταίες μου...»
«Πάψε, Αρχόντω, από τότε που ήρθες κοντά μας, ο νους σου στο φευγιό είναι. Μη σκέφτεσαι έτσι. Σαν να θες κανάκεμα μου φαίνεται...»
«Όχι, να σε χαρώ, δεν έχω ανάγκη εγώ από ντάντεμα... Μα ξέρω πως ήρθε η ώρα μου... Φέτο θα είναι το τελευταίο Πάσχα που θα σας χαρώ όλους μαζωμένους. Ας είναι... Πρόλαβα κι είδα τις χαρές σας και σα θα φύγω να προσέχεις τη μάνα σου. Τράβη­ξε πολλά η έρμη για να σας αναστήσει, μα ο Θεός τη λυπήθηκε, καταπώς φαίνεται, και της αντιγύρισε όλες τις πίκρες σε χαρές...»
Έσπρωξα το φλιτζάνι με τον καφέ μπροστά της κι απόμεινα αμίλητη απέναντί της να την κοιτάζω.
«Εσύ της μοιάζεις της μάνας σου...» συνέχισε χαμηλόφωνα, θαρρείς να μη μας ακούσουν οι άλλοι.
«Έτσι λες;» χαμογέλασα και σήκωσα το φλιτζάνι μου και κατά­πια μια γουλιά.


ΠΗΓΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ

http://www.kedros.gr/product_info.php?products_id=8519

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »

5 σχόλια

σχόλια
13 Ιουνίου 2016 στις 4:24 μ.μ. delete

Η μεγάλη αυτοκρατορία των πέντε θαλασσών και των δύο ηπείρων πνίγεται από τους μαύρους καπνούς και τα ματωμένα νερά της Σμύρνης. Ο ξενιτεμός οδηγεί τη Σμυρνιά Πολύμνια με το ασαράντιστο λεχούδι της στη Θράκη. Η Κορνηλία ενηλικιώνεται μέσα στη δίνη των γεγονότων της οικονομικής πτώχευσης των αρχών της δεκαετίας του 1930, της δικτατορίας του Μεταξά, της βουλγαρικής κατοχής και του Εμφύλιου πολέμου, του οποίου ο απόηχος φτάνει στα χώματα της Θράκης που μυρίζουν ταμπάκο...
Η πορεία μιας ισχυρής οικογένειας, που εμπλέκεται στον αγώνα των ανταρτών και μένει χωρίς προστάτη και πόρους, εξελίσσεται παράλληλα με τις σκοτεινές σελίδες της Ιστορίας του 20ού αιώνα.
Η Κορνηλία παίρνει στα χέρια της τη μοίρα της οικογένειάς της, γίνεται προστάτης και κηδεμόνας, καταφέρνει να βγει μέσα από λαίλαπες δυνατότερη κάθε φορά και, πιο αποφασισμένη από ποτέ, να ξαναδημιουργήσει την περιουσία που σπαταλήθηκε στον αγώνα για την απελευθέρωση. Κατορθώνει να ξεπεράσει κάθε προσδοκία και να χτίσει τη δική της αυτοκρατορία σιγαρέτων. Όμως, ένας φόνος από το παρελθόν επιστρέφει στις μνήμες και απειλεί να γκρεμίσει το έργο της ζωής της.

Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα εποχής από τη δημιουργό του μπεστ σέλερ Στην άκρη του νήματος.

Το βιβλίο βασίζεται σε μαρτυρίες και πραγματικά γεγονότα.

Reply
avatar
14 Ιουνίου 2016 στις 7:44 μ.μ. delete

Εξαιρετική γραφή, ζωγραφική με λέξεις!

Reply
avatar
14 Ιουνίου 2016 στις 7:44 μ.μ. delete

Εξαιρετική γραφή, ζωγραφική με λέξεις!

Reply
avatar
15 Ιουνίου 2016 στις 9:44 π.μ. delete

Σας ευχαριστω για τον σχολιασμο σας

Reply
avatar