Ο μικρόκοσμός μας




 Ο μικρόκοσμός μας

Κάθομαι στα σκαλοπάτια και «βλέπω» με τα μάτια της ψυχής, το πατρικό μου σπίτι.
Χαμηλό, πέτρινο, χτισμένο στην άκρη του δρόμου, στην περιοχή της Αγίας Τριάδας.
Ο δρόμος που περνούσε μπροστά από την πόρτα του, χωμάτινος και
 πνιγμένος στην λάσπη τον χειμώνα. Το δε καλοκαίρι, προσπαθούσαμε να «ηρεμήσουμε» την σκόνη με το λάστιχο.
Μια τεράστια κληματαριά που απλωνόταν στην ταράτσα του, έπαιζε το ρόλο μιας μεγάλης ομπρέλας, για να εμποδίζει τον ήλιο να κατακαίει την πλάκα του και το μεγάλο ντεπόζιτο νερού το ρόλο του ηλιακού θερμοσίφωνα….αλλά μόνο για την καλοκαιρινή περίοδο.
Τα παράθυρά του και οι πόρτες του ήταν πάντα ξεκλείδωτες το χειμώνα και ορθάνοιχτες το καλοκαίρι μέρα-νύχτα.
Δυο υπνοδωμάτια, μια κουζίνα και…ένα σαλόνι όλα κι όλα τα δωμάτιά του. Ένα σαλόνι που σπάνια χρησιμοποιούνταν, πάντα όμως τακτοποιημένο και έτοιμο να υποδεχτεί «…κανέναν ξένο…», όπως χαρακτηριστικά έλεγε η μαμά.
 Ένας χώρος σε αχρηστία και εμείς, τρία παιδιά, όλα μαζί σε ένα δωμάτιο. Εκεί διαβάζαμε, γύρω από ένα τραπέζι, εκεί κοιμόμασταν, εκεί παίζαμε….Αλλά το σαλόνι…σαλόνι!! Με το μικρό του μπαλκονάκι απέξω, που η διαφορά ύψους του από τον δρόμο ήταν μόλις δύο σκαλοπάτια.
Το σπίτι το αγκάλιαζε μια αυλή γεμάτη λουλούδια. Με μια τεράστια λεμονιά στο κέντρο της, που την θυμάμαι πάντα φορτωμένη με τους καρπούς της και πάντα ανθισμένη!
 Κάτω από τον ίσκιο της, τα καλοκαιρινά απογεύματα, φιλοξενούσε την σύναξη των γυναικών για καφεδάκι και κουβεντούλα, αφού πρώτα είχε καταβρεχτεί η αυλή «…ε! για να δροσίσει λίγο!!».
Εμείς τα παιδιά, της είχαμε "δανειστεί" δυο χοντρά της κλαδιά και είχαμε κρεμάσει την τρίχινη κούνια με κάθισμα ένα μαξιλάρι...Πόσες φορές είχαμε πέσει απ' αυτή την κούνια!!!

Και εκεί σε μια γωνία της αυλής το πλυσταριό!!!
Εκτεθειμένο στο λιοπύρι του καλοκαιριού και στην παγωνιά του χειμώνα. Με οροφή από τσίγκο και για πόρτα ένα πανί. Το πλυσταριό που το είχαμε μετατρέψει σε ένα κουκλόσπιτο!
Σανίδες πάνω στον ξύλινο τρίποδα, που χρησιμοποιούσε παλιά η μαμά για την σκάφη πλυσίματος, αραδιασμένα στη σειρά τα κουζινικά μας,( τα φλιτζανάκια της μαμάς με τα σπασμένα χερούλια), ενωμένες δυο παλιές καρέκλες χωρίς πλάτη για το κρεβάτι της κούκλας μας, και ένας ξεχαρβαλωμένος ξύλινος πάγκος με μαξιλάρια για το καθιστικό μας.
Εκεί κλεινόμασταν με τις ώρες.
Φορώντας τα παλιά τακούνια της μαμάς και χτυπώντας τα στο τσιμέντο, τσίκι-τσίκι, παριστάναμε τις κυρίες, προσπαθώντας να αντιγράψουμε αυτά που βλέπαμε στις ταινίες, στους καλοκαιρινούς σινεμάδες.

Το «σπίτι» μας, που το σκουπίζαμε με ευχαρίστηση για να υποδεχτούμε τους δικούς μας καλεσμένους, την Μαρίτσα που για τις ανάγκες του παιχνιδιού την ονομάσαμε Μάριον, την Ευτυχία- Ιζαμπέλ, τον Λάμπρο- Τζιμ…
-Τοκ, τοκ, πάνω στο πανί…
Η πάνινη πόρτα άνοιγε κι άρχιζαν οι χαιρετούρες.
- Ω!! Τι κάνεις χρυσή μου;
- Καλά γλυκιά μου, εσύ;…..Ματς, μουτς
- Το παιδί; Καλά; Ο άντρας σου;
- Μια χαρά, όλοι καλά...το παιδί κοιμάται…ο άντρας μου στην δουλειά…
Ο μικρόκοσμός μας!!!

Πολλές καλοκαιρινές βραδιές το πλυσταριό μετατρεπόταν σε σκηνή καραγκιόζη. Κεριά από μέσα, ένα λευκό σεντόνι μπροστά στην πόρτα και θεατές απ’ έξω όλα τα γειτονόπουλα. Καραγκιοζοπαίχτες τα μεγαλύτερα παιδιά με τις αυτοσχέδιες φιγούρες του Καραγκιόζη. Τα φώτα της αυλής σβηστά και η παράσταση άρχιζε. Γέλια, χειροκροτήματα και φωνές γέμιζαν την γειτονιά.

-Κυρία, ψάχνετε κάποιον; Είστε καλά;
Η φωνή της κοπέλας με έκανε να αναπηδήσω.
Αλήθεια πόση ώρα βρίσκομαι εδώ στο κεφαλόσκαλο της πολυκατοικίας; Ρίχνω μια ματιά προς τον ουρανό, λες και μπορώ να διαβάσω την ώρα με την θέση του ήλιου. Το ρολόι μου, μου δείχνει ότι είμαι καθισμένη εδώ δύο περίπου ώρες.
-Όχι παιδί μου…να! σ’ αυτή τη θέση ήταν το πατρικό μου σπίτι και χάθηκα μες στις αναμνήσεις.
Στρώθηκε δίπλα μου και άπλωσε τα πόδια της.
-Κι εγώ εδώ γεννήθηκα, μένω στον τέταρτο. Σίγουρα μιλάτε για πολλά χρόνια πριν.
- Πενήντα και βάλε…..

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ






.

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »

1 σχόλια:

σχόλια
11 Ιουνίου 2016 στις 6:35 μ.μ. delete

Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Και να, τι θέλω τώρα να σας πω
Μες στις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας,
φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο.
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο `κει που εβάδιζε.
Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε, τ’ άστρα είναι μακριά
κι η γη μας τόση δα μικρή.

Ε, το λοιπόν, ό,τι και να είναι τ’ άστρα,
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό,
πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο,
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει,
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε.

Reply
avatar