ΤΟ ΓΙΑΤΡΕΜΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ



ΤΟ ΓΙΑΤΡΕΜΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ


Σὲ κάποια  γωνιὰ   ἑνὸς  δρόμου τῆς  ῾Ιερουσαλὴμ ἕνας τυφλὸς χρόνια τώρα ζητάει ἐλεημοσύνη. Εἶναι  γνωστὸς  σ’ ὅλους τοὺς διαβάτες. Κάθε πρωὶ μιὰ σκελετωμένη  γριὰ τὸν φέρνει στὴ γωνιὰ καὶ τὸ βράδυ ἔρχεται καὶ τὸν παίρνει.
Γεννήθηκε  τυφλὸς καὶ ζῆ σ’ ἕναν κόσμο ἀλλιώτικο ἀπ’ αὐτὸν ποὺ ζοῦν ὅσοι ἔχουν τὸ φῶς τους. Αὐτὸ  τὸ νιώθει καλά· γι’ αὐτὸ κι αἰσθάνεται  τὴν καρδιά του ραγισμένη ἀπὸ τὸν πόνο· κι ἀπὸ τὴν κρυφὴ πληγή της σιγὰ σιγὰ χάνεται κάθε γλυκιὰ  ἐλπίδα!
Τί κερδίζει' ποὺ ἔχει ὅλες τὶς ἄλλες αἰσθήσεις του! Τὸ φῶς τοῦ λείπει'  ὅλα τοῦ λείπουν. Ἀκούει τοὺς ἄλλους νὰ μιλοῦν γιὰ τὶς ὁλόχρυσες τοῦ ἥλιου ἀχτίδες' ποὺ φέρνουν τὴν ἡμέρα. Ἀκούει τὴ ζωή' τὴν κίνηση  τῶν ἀνθρώπων. Καταλαβαίνει πὼς αὐτὸ τὸ λένε ἡμέρα ὅσοι ἔχουν τὸ φῶς τους. Μὰ ἐκεῖνος δὲ μπορεῖ νὰ νιώση τί εἶναι ἡμέρα.
Μιλοῦν ὅσοι ἔχουν τὸ φῶς γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἄνοιξης' γιὰ  τὰ  λουλούδια της'  γιὰ  τὰ  πουλάκια  ποὺ  κελαηδοῦν' γιὰ  τὰ  ρυάκια  ποὺ  κελαρύζουν. Μιλοῦν  γιὰ  τὴ  ζωὴ  τοῦ καλοκαιριοῦ' γιὰ τὰ ὥριμα σπαρτά' γιὰ τὸ θερισμὸ καὶ γιὰ τ᾽ ἁλώνια. Μιλοῦν γιὰ τὴ γλύκα τοῦ χινόπωρου' γιὰ τὰ ξερὰ τὰ φύλλα τῶν δένδρων' ποὺ τὰ στριφογυρίζει ὁ ἀγέρας καὶ τὰ σωριάζει στὴ γῆ. Μιλοῦν γιὰ τὰ γυμνὰ κλαδιά' ποὺ εἶναι σὰ χέρια προσευχῆς σηκωμένα κατὰ τὸν οὐρανό. Μιλοῦν γιὰ τὰ χιόνια τοῦ χειμώνα' γιὰ τὸ ἄγριο σάλεμα τοῦ δάσους' γιὰ τὶς μπόρες καὶ τὶς καταιγίδες. Μιλοῦν γιὰ τὴ θάλασσα' γιὰ τὰ ποτάμια'  γιὰ τὰ νερά' γιὰ τ’ ἀστέρια τ’ οὐρανοῦ.
Γιὰ ἕνα σωρὸ τέτοια  πράγματα  ἀκούει τοὺς ἄλλους νὰ μιλοῦν' κι αὐτὸς ἀναστενάζει. Τίποτε  ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν καταλαβαίνει.  ῞Ενα  ἀτέλειωτο   σκοτάδι  τοῦ  κρύβει κάθε
ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου. Σκοτάδι!
Ἀλίμονο! Οὔτε τί εἶναι σκοτάδι δὲ μπορεῖ νὰ καταλάβη ὁ τυφλὸς ζητιάνος! Γιὰ νὰ καταλάβη κανεὶς τὸ σκοτάδι' πρέπει νὰ ᾽χη δεῖ τὸ φῶς...
Καὶ πῶς φαντάζεται τὸν κόσμο! Καὶ τὸν πατέρα του καὶ τὴ γλυκιά  του τὴ μανούλα δὲ  γνωρίζει πῶς εἶναι· ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοὺς καταλαβαίνει. Καὶ πῶς ἤθελε νὰ τοὺς ἔβλεπε!
Καὶ τώρα τόσα χρόνια ὁ τυφλὸς κάθεται  πάντα στὴν ἴδια γωνιὰ  τοῦ δρόμου' καὶ μὲ  φωνὴ γεμάτη  πόνο ξορκίζει τοὺς διαβάτες στὸ φῶς τους' ζητώντας ἐλεημοσύνη...

Ὁ κόσμος τρέχει σὰν τρελός. Ὅλη ἡ συνοικία εἶναι στὸ πόδι. Περνάει  ἐκεῖνος ποὺ ἔχει  τὴ  δύναμη νὰ διώχνη  τὸ σκοτάδι καὶ νὰ φωτίζη τὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης  καρδιᾶς.
Ὁ τυφλὸς ρωτάει τοὺς διαβάτες:
- Τί τρέχει'  παιδιά; ᾽Εσεῖς ποὺ μπορεῖτε νὰ βλέπετε' γιὰ πέστε καὶ σ’ ἐμένα' τὸν τυφλό' τί τρέχει;
- Τὸ φῶς τοῦ κόσμου περνάει' τοῦ ἀπαντᾶ  κάποιος· καὶ τρέχει νὰ φτάση κι ἐκεῖνος κοντά του.
- Τὸ φῶς τοῦ κόσμου περνάει' ἐπαναλαβαίνει καὶ ὁ τυφλός· καὶ μαζὶ μὲ μιὰ ἀνατριχίλα τοῦ κορμιοῦ του' τοῦ ἔρχεται καὶ μιὰ ἐλπίδα:
- Ἄχ'  νὰ μοῦ ᾽δινε κι  ἐμένα τὸ φῶς! λέει μέσα του. Κι ἀμέσως ἀρχίζει νὰ φωνάζη μὲ ὅλη του τὴ δύναμη:
-  ᾽Ιησοῦ' γιὲ τοῦ  Δαβίδ'  ἐλέησέ  με. Καὶ  φωνάζει  καὶ φωνάζει πάντα τὰ ἴδια λόγια' μὰ καὶ πάντα πιὸ δυνατὰ τὴν κάθε φορά.
Μερικοὶ δὲ  μπόρεσαν νὰ βαστάξουν στὶς φωνές του καὶ ποοσπάθησαν νὰ τὸν σταματήσουν:
- Πάψε πιά' στραβέ' τοῦ λένε. Μᾶς πῆρες τ’ αὐτιὰ μὲ τὶς φωνές σου! Ἐσένα θ’ ἀκοῦμε;
Μὰ ὁ τυφλός' χωρὶς νὰ προσέξη διόλου στὰ λόγια  τους' φωνάζει τώρα πιὸ δυνατὰ στὸ Φωτοδότη:
- ᾽Ιησοῦ' ἐλέησέ με !
Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου συγκινήθηκαν ἀπ’ αὐτὴ τὴ σκηνή' αἰσθάνθηκαν τὸν πόνο τοῦ τυφλοῦ καὶ θέλησαν νὰ μάθουν ἀπὸ τὸ δάσκαλό τους τὴ γνώμη του γιὰ τὴν αἰτία' ποὺ ἔφερε μιὰ τέτοια δυστυχία σ’ αὐτὸν τὸ ζητιάνο.
᾽Εκεῖνος μὲ  λόγια  στοχαστικὰ  τοὺς ἔδειξε τὴν  πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ  τὴ  σωτηρία  τοῦ κόσμου. ῎Επειτα  στάθηκε μπροστὰ στὸν τυφλὸ καὶ τοῦ λέει μὲ ὁλόγλυκια φωνή:
- Τί θέλεις' παιδί μου;
- Τὸ φῶς μου' κύριε! Νὰ ἰδῶ' κύριε. Τὸ φῶς μου ζητῶ' φω- νάζει ἐκεῖνος μὲ τρεμάμενη καὶ κομμένη ἀπὸ τὴ συγκίνηση λαλιά.
Χωρὶς νὰ πῆ τίποτε  ὁ Φωτοδότης' σκύβει χάμω'  φτύνει στὸ χῶμα' κάνει πηλὸ μὲ τὸ δάχτυλό του' τὸν παίρνει' γεμίζει μ’ αὐτὸν τὶς κόγχες τῶν ματιῶν τοῦ τυφλοῦ κι ὕστερα τοῦ λέει:
- Πήγαινε  στὴν κολυμπήθρα τοῦ Σιλωὰμ νὰ πλυθῆς καὶ θὰ ἰδῆς.
Μὲ  τὸ κεφάλι  ψηλὰ ὁ τυφλός' μὴν τύχη  καὶ τοῦ πέση ὁ πηλός'  κι ἔχοντας ἀτράνταχτη πίστη' ἀρχίζει ἀμέσως νὰ πηγαίνη κατὰ τὸ θαυματουργὸ νερό. Ψαχουλεύει ἀπὸ τοῖχο σὲ τοῖχο. Μὰ κάποιος πονετικὸς ἄνθρωπος ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν παρακολουθήσει  τὴ  σκηνή'  τὸν παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδηγεῖ ἴσαμε κεῖ.
Τώρα ὁ τυφλὸς νιώθει  τὸ νερὸ τῆς  κολυμπήθρας  μέσα στὰ δάχτυλα  τῶν  χεριῶν του. Τὸ σηκώνει  μὲ  τὶς  φοῦχτες καὶ πλένει μ’ αὐτὸ τὶς λασπωμένες κόγχες του.

Καὶ νά! Τί θάμα! Θαμπὰ στὴν ἀρχή' ὁλοκάθαρα κατόπι'
ἀρχίζουν τότε καὶ παρουσιάζονται τὰ πράγματα ἐμπρός του. Τρέμει σύγκορμος καὶ κοντεύει νὰ πέση ἀπὸ τὴ συγκίνηση ὁ τυφλός.
- Τί  εἶναι  αὐτά; φωνάζει τρέμοντας. Ποιοί  εἶστε  ἐσεῖς;
λέει στοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν κοίταζαν ξαφνιασμένοι.
Γυρίζει δεξιὰ κι  ἀριστερά. Δὲν  ξέρει ποῦ βρίσκεται  καὶ συχνὰ  κλείνει  τὰ  μάτια  του'  γιὰ  νὰ  βρίσκη  τὸ  γνώριμο κόσμο του. Καὶ τότε ἀρχίζει νὰ κλαίη.

Σὲ λίγο ὅλη ἡ ῾Ιερουσαλὴμ εἶναι στὸ πόδι ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτό. Ποῦ ἀκούστηκε  ποτὲ νὰ βρῆ τὸ φῶς του ἄνθρωπος γεννημένος  τυφλός! ῞Ολοι  τρέχουν νὰ ἰδοῦν τὸν ἄνθρωπο αὐτό. Τρέχουν κι οἱ γονεῖς του.
- Παιδί μου' παιδί μου! φωνάζει ἡ μάνα του· καὶ ρίχνεται στὴν ἀγκαλιά  του.
᾽Εκεῖνος κλείνει τὰ μάτια του' γιὰ νὰ τὴ γνωρίση. ῎Ετσι εἶχε συνηθίσει νὰ γνωρίζη ὡς τότε τὴ μητέρα του. Τί θόρυβος σ’ ὅλη τὴν πόλη! Οἱ ἄνθρωποι δὲ μποροῦν νὰ πιστέψουν πὼς ὁ ἄλλοτε τυφλὸς ζητιάνος εἶναι δυνατὸ νὰ βλέπη. Καὶ λένε πὼς κάποιος ἄλλος θὰ εἶναι ποὺ τοῦ μοιάζει. ᾽Εκεῖνος τοὺς βεβαιώνει μὲ χαρά: ᾽Εγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι· καὶ τοὺς ἐξιστορεῖ ὅλο τὸ θαῦμα μὲ συγκίνηση.
Τί χαρὰ σὲ ὅλες τὶς ἀγνὲς  καρδιές! Μονάχα οἱ Φαρισαῖοι' οἱ ἐχτροὶ  τοῦ  ᾽Ιησοῦ' κιτρινίζουν  ἀπὸ  τὸ  φθόνο  καὶ  τὴν κακία τους. Μονάχα αὐτοὶ λυσσομανοῦν ἀπὸ τὸ κακό τους καὶ ζητοῦν' σώνει καὶ καλά'  νὰ πείσουν τὸν ἄλλοτε τυφλὸ πὼς  ἐκεῖνος  ποὺ  τὸν  ἔκαμε  καλὰ  εἶναι  ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος. Μὰ ἐκεῖνος μ’ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὸν εὐεργέτη του ἀπαντᾶ:
- ᾽Εγὼ  ἐκεῖνον τὸν θεωρῶ  ἔναν μεγάλο  προφήτη. Δὲν ξέρω' ἂν εἶναι ἁμαρτωλός. Ξέρω πὼς ἤμουν θεόστραβος καὶ
τώρα βλέπω. Ξέρω ἀκόμα πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους' παρὰ μονάχα τοὺς ἁγίους.
Τότε οἱ Φαρισαῖοι ἔτρεξαν στοὺς γονεῖς του' γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν καλύτερα. Κι ἐκεῖνοι τοὺς εἷπαν  ὄ'τι  τοὺς ἔλεγε κι ὁ γιός τους· πὼς δηλαδὴ τὸν ἔκαμε καλὰ ὁ ᾽Ιησοῦς ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ.
- Μὰ αὐτὸς εἶναι ἔνας περιφρονητὴς τοῦ νόμου. Πῶς εἶναι δυνατὸ ἔνας τέτοιος ἁμαρτωλὸς νὰ κάνη θαύματα;
Καὶ πάλι  ἄρχισαν νὰ ρωτοῦν τὸν τυφλό: ῎Ελα - γιά πές μας' ποιός σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Πῶς ἔγινες καλά;
῎Εχασε πιὰ ἐκεῖνος τὴν ὑπομονὴ καὶ τοὺς ἀπάντησε:
- Μά'  τέλος πάντων'τί μὲ  ρωτᾶτε  καὶ  μὲ  ξαναρωτᾶτε; Μήπως  θέλετε νὰ γίνετε κι ἐσεῖς μαθητές του;
᾽Εκεῖνοι τὸν ἀποπῆραν καὶ τοῦ εἶπαν:
- ᾽Εσὺ εἶσαι μαθητὴς  ἐκείνου. ᾽Εμεῖς εἴμαστε  μαθητὲς τοῦ Μωυσῆ. ᾽Εμεῖς ξέρομε' πὼς ὁ Θεὸς μονάχα στὸ Μωυσῆ φανερώθηκε. Τὸν ᾽Ιησοῦ δὲν τὸν ξέρομε ἀπὸ ποῦ μᾶς ἦρθε.
῾Ο ἄλλοτε  τυφλὸς  τοὺς  ἔδωσε τότε  ὅπως  ἔπρεπε  τὴν ἀπάντηση.  Κι ἐκεῖνοι στὸ τέλος μὲ  σπρωξιὲς  τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ ναό' λέγοντάς  του: Πήγαινε!  ᾽Εσὺ  γεννήθηκες ὁλόκληρος μὲς στὴν ἁμαρτία' καὶ θέλεις νὰ διδάξης ἐμᾶς;
῾Ωστόσο αὐτὸς μέρα νύχτα'  ὅπου πάει  κι  ὅπου σταθῆ' δοξάζει τὸ ὄνομα τοῦ Φωτοδότη του. ῞Ενα μόνο παράπονο τοῦ τρώει τὴν καρδιά. Δὲν  ἔχει κατορθώσει  ἀκόμα νὰ γνωρίση τὸν εὐεργέτη του. Ἄ!' ἄν τὸν ἔβλεπε' θὰ ἔπεφτε στὰ πόδια του' καὶ θά ’χυνε ἀπάνω του ὅσα δάκρυα δεν εἶχε χύσει τόσα χρόνια στερημένος τὸ φῶς του.
Ἄχ! ἂς τὸν ἔβλεπε κάπου!
Μιὰ μέρα κάποιος ἄγνωστος  τὸν σταμάτησε  στὸ δρόμο καὶ τοῦ μίλησε μὲ στοργικὸ χαμόγελο:
- Τἰ  σοῦ ᾽καμαν' καημένο παιδί'  οἱ Φαρισαῖοι; γιατὶ  σ’
ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ ναό;
᾽Εκεῖνος στάθηκε  εὐλαβικὰ μπροστὰ στὸν ἄγνωστο. Κι εὐχαριστημένος' γιατὶ  τοῦ δινόταν ἀφορμὴ νὰ μιλήση πάλι γιὰ τὸν εὐεργέτη του' ἀπάντησε:
- Μὴν τὰ ρωτᾶς' κύριε' μὴν τὰ ρωτᾶς! Καὶ καλὰ καὶ σώνει νὰ μὲ  πείσουν κι  ἐμένα τὸν ἴδιο πὼς  δὲν  ἦταν  ὁ  Χριστὸς ἐκεῖνος ποὺ μοῦ ᾽δωσε τὸ φῶς μου!
-  ᾽Εσὺ  πιστεύεις   στὸ   Γιὸ  τοῦ  Θεοῦ;  τὸν   ἐρωτᾶ   ὁ ἄγνωστος.
- Ἄχ' κύριε' ἀπάντησε ἀναστενάζοντας ὁ εὐεργετημένος. Τὸ παράπονό μου εἶναι αὐτό. Δὲν τὸν γνωρίζω. Τὸν αἰσθάνθηκα μόνο' ὅταν ἤμουν τυφλός. Αἰσθάνθηκα νὰ μοῦ γεμίζη  τὶς κόγχες  τῶν  ματιῶν  μου. Ἄκουσα καὶ  τὰ  γλυκόλογά  του' ποὺ μοῦ χάρισαν τὸ φῶς. ῞Ομως δὲν  τὸν γνωρίζω'  δὲν τὸν εἶδα' ἀφότου ἀπόχτησα  τὸ φῶς μου. Καὶ πῶς τὸν ἀποζητῶ' νά ᾽ξερες' κύριε' πῶς τὸν ἀποζητῶ!
᾽Εγω εἶμαι'  παιδί  μου' που μὲ  βλέπεις. ᾽Εγώ'  ποὺ μιλῶ μαζί σου τώρα' τοῦ λέγει ὁ εὐεργέτης του.
Κατάματα  κοιτάζει τότε τὸ Φωτοδότη ὁ ἄλλοτε τυφλός' μὲ παρμένη τὴ λαλιά του ἀπὸ συγκίνηση. Κι ὕστερα ξεσπάει σ’ αὐτὰ τὰ λόγια μ’ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς του:
- Πιστεύω'  Κύριε' πιστεύω! καὶ  πέφτει  στὰ πόδια του' μισολιποθυμισμένος καὶ μουσκεύοντάς τον μὲ δάκρυα εὐχαριστίας.

Παντελεήμων Φωστίνη






Share this

Related Posts

Previous
Next Post »