Ο ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ




Ο ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ   Η ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ


Το άγνωστο σπίτι
Το πρωί ξαναρώτησα. Δεν μου είπε κανείς.
Δεν ήξερα βλέπεις κ’ η θάλασσα. Κι όλο περίμενα.
Που να τρέξω, δεν ήξερα, που να σε βρω.
Κ’ εσύ δεν μπορούσες, αλλιώς, απ’ το χάραμα,
ψαλιδίσαν τις άκρες της στέγης μου τόσα
χελιδόνια, σπαθίσαν το φως στα παράθυρα,
ένα – δυό τους περάσανε μέσα σχεδόν
παρασέρνοντας μάλιστα και λίγες κλωστές –
αχτίνες μαζί τους’ σε κάποιο θα τους θάδινες
ένα σημείο, ή μια μικρή
φωνή σε πεντάγραμμο.

Και τότες εγώ, θα φόραγα γρήγορα το πι’ όμορφο ρούχο του κι αφού πρώτα θάπλενα με ήλιο τα χέρια μου,
θα ‘ρχόμουνα στ’ άσπρο κρεβάτι σου να σου αλλάξω σεντόνι.
Το τελευταίο όνειρο
Κατεβαίνουμε τάχα πάνω απ’ το λόφο.
Τ’ αμάξι κυλούσε. Κι απάνω του οι δυό μας.
Οι τέσσερις ρόδες του, τέσσερα όνειρα, κόκκινα
γαλάζια και κίτρινα. Κι εσύ στην αγκάλη σου,
κρατούσες μια δέσμη ουρανού, που μου σκέπαζε

το πρόσωπο πλάι σου.

Μετά την τελευταία καμπάνα
Είναι ώρα που σώπασε κι η τελευταία καμπάνα.
Δε θα περάσει άλλο πουλί. Ας μην περιμένω.
Ούτε άλλη φωνή. Ας πάω στο σπίτι
ν’ ανάψω την λάμπα μου.

Σάμπως να σου πλέκω ένα μάλλινο ή να περνώ στη βελόνα μου λεμονάνθια, σου γράφω στίχους τη νύχτα.

Τα φυλαγμένα χέρια
Ευτυχώς που έχω μες στους στίχους μου τώρα
φυλάξει τα χέρια σου. Τ’ ακώ που σαλεύουν
μέσα στη θήκη τους. Λύνονται μάλιστα,
βγαίνουν τη νύχτα, σηκώνονται ανάλαφρα,
ψηλώνουν στο σύμπαν και μου φτιάχνουν κεντήματα.

Νικηφόρος Βρετάκος

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »