ΠΑΣΧΑ ΣΤΑ ΠΕΛΑΓΑ



ΠΑΣΧΑ  ΣΤΑ ΠΕΛΑΓΑ

«Χριστὸς  Ἀνέστη»

Τὸ πλοῖο ὁλοσκότεινο ἔσκιζε τὰ νερὰ ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του. Δὲν  εἶχε ἄλλο φῶς παρὰ τὰ δυὸ χρωματιστὰ φανάρια ζερβόδεξα τῆς  γέφυρας· ἕνα  ἄλλο  φανάρι ἄσπρο' ἀχτινοβόλο' ψηλὰ στὸ πλωριὸ κατάρτι  καὶ ἄλλο ἕνα μικρὸ πίσω στὴν πρύμνη του. Τίποτε  ἄλλο.
Οἱ ἐπιβάτες ὅλοι ξαπλωμένοι στὶς καμπίνες  τους' ἄλλοι παραδομένοι στὸν ὔπνο καὶ ἄλλοι στοὺς συλλογισμούς. Οἱ ναῦτες καὶ οἱ θερμαστές' ὅσοι δὲν εἶχαν ὑπηρεσία' κοιμόνταν βαριὰ στὰ  κρεβάτια τους. Ὁ καπετάνιος  μὲ  τὸν τιμονιέρη ὀρθοὶ στὴ  γέφυρα'  μαῦροι ἴσκιοι'  σχεδὸν ἀνάεροι' ἔλεγες ὅτι   ἦταν   πνεύματα   καλόγνωμα'   ποὺ  κυβερνοῦσαν  στὸ χάος τὴν  τύχη  τοῦ τυφλοῦ σκάφους καὶ τῶν  κοιμισμένων ἀνθρώπων.

῎Εξαφνα ἡ καμπάνα τῆς γέφυρας σήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα σήμανε καὶ ἡ καμπάνα τῆς πλώρης. Τὸ καμπανοχτύπημα  γοργό'   χαρούμενο'  ἐπέμενε   νὰ  ρίχνη τόνους μεταλλικοὺς περίγυρα' κάτω στὴ σκοτεινὴ θάλασσα καὶ ψηλὰ στὸν ἀστροφώτιστο οὐρανό' καὶ νὰ κράζη ὅλους στὸ κατάστρωμα. Καὶ μεμιᾶς τὸ σκοτεινὸ πλοῖο πλημμύρισε ἀπὸ φῶς θόρυβο' ζωή. Ἄφησε τὸ πλήρωμα τὰ κρεβάτια του καὶ οἱ ἐπιβάτες τὶς καμπίνες τους.
᾽Εμπρὸς     στὴν      πλώρη καὶ στὴν πρύμνη πίσω' ἀνυπόμονα     ἔφευγαν     ἀπὸ τὰ  χέρια  τοῦ  ναύκληρου τὰ πυροτεχνήματα'  ἔφταναν' λές' τ’ ἀστέρια' καὶ ἔπειτα ἔσβηναν στὴν ἄβυσσο.
Τὰ   ξάρτια'   τὰ   σχοινιά' οἱ κουπαστὲς  ἔλαμπαν' σὰν ἐπιτάφιοι     ἀπὸ    τὰ    κεριά. Καὶ   δὲν   ἦταν   ἐκείνη   τὴ στιγμὴ  τὸ καράβι παρὰ ἕνα μεγάλο πολυκάντηλο' ποὺ ἔφευγε  πάνω  στὰ  νερὰ σὰν πυροτέχνημα.
Ἡ  γέφυρα  στρωμένη  μὲ μιὰ μεγάλη σημαία ἔμοιαζε Ἅγια Τράπεζα. Ἕνα κανίστρι μὲ   κόκκινα   αὐγὰ   καὶ   ἕνα μὲ  λαμπροκούλουρα ἦταν ἐπάνω. ῾Ο πλοίαρχος σοβαρὸς μὲ   ἕνα  κερὶ  ἀναμμένο  στὸ χέρι   ἄρχισε   νὰ   ψάλλη   τὸ
«Χριστὸς Ἀνέστη». Τὸ πλήρωμα   καὶ   οἱ   ἐπιβάτες γύρω του ξεσκούφωτοι καὶ μὲ τὰ κεριὰ στὰ χέρια ξανάλεγαν τὸ τροπάρι ρυθμικὰ καὶ μὲ κατάνυξη.
- Χρόνια πολλά'  κύριοι!.... Χρόνια πολλά'  παιδιά  μου!...
εὐχήθηκε'  ἅμα  τελείωσε   τὸν  ψαλμό'  γυρίζοντας  πρῶτα στοὺς ἐπιβάτες καὶ ἔπειτα στὸ πλήρωμα ὁ πλοίαρχος.
- Χρόνια πολλά' καπετάνιε' χρόνια πολλά!... Ἀπάντησαν ἐκεῖνοι ὁμόφωνα.
- Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια  σας' κύριοι! Καὶ του χρόνου στὰ  σπίτια   μας'  παιδιά'  ξαναεῖπε  ὁ πλοίαρχος'  ἐνῶ  ἕνα μαργαριτάρι φάνηκε στὴν ἄκρη τῶν ματιῶν του.
- Καὶ τοῦ χρόνου στὰ σπίτια  μας' καπετάνιε.
Εὐχές  καὶ χαρές
῎Επειτα  πέρασε ἕνας ἕνας' πρῶτα οἱ ἐπιβάτες'  ἔπειτα  τὸ πλήρωμα' πῆραν ἀπὸ τὸ χέρι του τὸ κόκκινο αὐγὸ καὶ τὸ λα- μπρο κούλουρο καὶ ἄρχισαν πάλι οἱ εὐχὲς καὶ τὰ φιλήματα.
- Χριστὸς Ἀνέστη!
- Ἀληθινὸς ὁ Κύριος!
- Καὶ τοῦ χρόνου σπίτια  μας!
Οἱ ἐπιβάτες τράβηξαν στὶς θέσεις τους' φᾶνε τὴ μαγερίτσα. Οἱ  ναῦτες  ζευγαρωτὰ  στοὺς  διαδρόμους τσούγκριζαν  τ’ αὐγά τους' γελοῦσαν'  σπρώχνονταν  μεταξύ τους' ἔτρωγαν λαίμαργα' καλοχρονίζονταν σοβαρὰ καὶ κοροϊδευτικά.
῎Επαψε τὸ καμπανοχτύπημα·  ἕνα ἕνα ἔσβησαν τὰ κεριά. Τὸ καράβι βυθίστηκε πάλι στὴν ἡσυχία του. ῾Ο καπετάνιος καὶ ὁ τιμονιέρης καταμόναχοι πάνω στὴ γέφυρα' πνεύματα' θαρρεῖς' ἀνάερα' ἐξακολουθοῦσαν τὴ δουλειά τους σιωπηλοὶ καὶ ἄγρυπνοι.
- Γραμμή!
- Γραμμή!
Καὶ το πλοῖο ὁλοσκότεινο πάλι  ἐξακολούθησε να σκίζη τὰ νερά' ζητώντας ἀνυπόμονα τὸ λιμάνι του.

«Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ»                         

 Ἀνδρέας Καρκαβίτσας

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »