ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΦΡΟΥΡΕΙ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ



ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ ΦΡΟΥΡΕΙ ΤΗΝ  ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ


῞Οταν χτιζόταν ἡ Ἁγιὰ Σοφιά' ἕνα Σάββατο' τὸ μεσημέρι' ὁ αὐτοκράτορας ᾽Ιουστινιανὸς κάλεσε  τὸν πρωτομάστορα' τοὺς τεχνίτες  καὶ τοὺς ἐργάτες σὲ τραπέζι.
῾Ο πρωτομάστορας εἶχε ἕνα παιδὶ δεκατεσσάρων χρόνων' ποὺ τοῦ ἀνέθεσε  νὰ φυλάη  τὰ  ἐργαλεῖα  του'  ὅση ὥρα θ’ ἀπουσίαζε.
᾽Εκεῖ ποὺ καθόταν  τὸ παιδὶ κοντὰ στὰ ἐργαλεῖα' νά σου ξαφνικὰ καὶ  τοῦ παρουσιάζεται ἕνας ἄρχοντας μὲ  λαμπρὰ λευκὰ φορέματα καὶ μὲ  πρόσωπο ποὺ ἄστραφτε σὰν ἥλιος. Φαινόταν σὰν ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα κι ἔδειχνε πὼς ἦταν θυμωμένος.
- Γιατί  οἱ τεχνίτες  ἄφησαν τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ καὶ πῆγαν νὰ τρῶνε καὶ νὰ πίνουν; ρώτησε τὸ παιδὶ ὁ ἄγνωστος ἄρχοντας.
- Ἄρχοντά μου' τώρα σὲ λίγο ἔρχονται.
- Πήγαινε καὶ φώναξέ τους νὰ ρθοῦν γρήγορα νὰ ἐργαστοῦν στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ.

- Ἄρχοντά  μου' φοβοῦμαι νὰ πάω'  νὰ μὴ χαθῆ  κανένα ἀπὸ τὰ ἐργαλεῖα τοῦ πατέρα μου.
- Πήγαινε  κι ἐγὼ σοῦ ὁρκίζομαι στὴν Ἁγία  Σοφία' ποὺ χτίζεται τώρα' ὅτι δὲ θὰ φύγω' ὥσπου νὰ ἐπιστρέψης' γιατὶ μ’ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ εἶμαι φύλακας ἐδῶ.
Τὸ παιδὶ  ἔτρεξε στὸ βασιλικὸ τραπέζι'  γιὰ  νὰ πῆ  στὸν πατέρα  του  τὴν  ἐντολὴ  ποὺ  τοῦ  ἔδωσε ὁ ἄγνωστός  του ἄρχοντας. Κι  ὁ πρωτομάστορας  ἀνέφερε τὸ  γεγονὸς  στὸν αὐτοκράτορα.
Παραξενεύτηκε ὁ ᾽Ιουστινιανὸς καὶ διέταξε ἕναν ἀξιωματικὸ νὰ πάη νὰ δῆ τί συμβαίνει.
῾Ο ἀξιωματικὸς πῆγε ἀμέσως ἐκεῖ' ὅπου ἦταν τὰ ἐργαλεῖα τοῦ πρωτομάστορα' ἀλλὰ κανέναν δὲν  βρῆκε νὰ τὰ φυλάη. Καὶ γύρισε καὶ τὸ ἀνέφερε στὸν αὐτοκράτορα.
Κάλεσε  τότε  ὁ αὐτοκράτορας ὅλους τοὺς ἄρχοντες τοῦ παλατιοῦ  καὶ  τοὺς ἔδειξε ἔναν ἕναν στὸ παιδὶ  νὰ τοῦ πῆ ποιὸς ἦταν ἐκεῖνος ποὺ τὸ ἔστειλε.
- Κανένας ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἄρχοντές σου δὲν  ἦταν' βασιλιά μου' εἶπε τὸ παιδί. ᾽Εκεῖνος ἦταν μὲ λαμπρὰ λευκὰ φορέματα καὶ μὲ τόσο ὡραῖο καὶ φωτεινὸ πρόσωπο' ποὺ δὲν ἔχω δεῖ ἄλλον ὅμοιό του.
Κατάλαβε πιὰ ὁ ᾽Ιουστινιανὸς τὶ συμβαίνει καὶ συγκινημένος εἶπε μὲ εὐλάβεια :
- Ἀλήθεια' Ἄγγελος  Κυρίου παρουσιάστηκε  στὸ παιδὶ και τοῦ ἔδωσε τὴν ἐντολή. Σὲ εὐχαριστῶ' Παντοδύναμε ποὺ μοῦ φανέρωσες τὴν ἀγάπη Σου καὶ τὸ ὄνομα τῆς ἐκκλησίας. Σὲ εὐχαριστῶ  ἀκόμη'  ποὺ μοῦ ἔστειλες  τὸν Ἄγγελό  Σου φύλακα τῆς ἐκκλησίας στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Στὸ παιδὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ μὴ γυρίση κοντὰ στὸ χτίσιμο' καὶ  κάλεσε  τὸν  Πατριάρχη'   τοὺς  ἐπισκόπους  καὶ  τοὺς
ἄρχοντες νὰ τοὺς συμβουλευθῆ. Ὅλοι συμφώνησαν νὰ μὴν πάη ἄλλη φορὰ τὸ παιδὶ στὴν ἐκκλησία'  γιὰ νὰ τὸ περιμένη ὁ Ἄγγελος  καὶ νὰ μένη φύλακάς της'  ὅπως τοῦ ὀρκίστηκε. Κι ἀφοῦ ἔδωσε πολλὰ  δῶρα στὸ παιδὶ  καὶ τὸ ἔκαμε πολὺ πλούσιο' μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ πατέρα του τὸ ἔστειλε νὰ περάση ὅλη τὴ ζωή του στὰ Δωδεκάνησα.

Share this

Related Posts

Previous
Next Post »